United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις προ ενός έτους είχε στεφανωθή· την νυμφικήν της ωραίαν χρυσοκέντητον εσθήτα δεν εφόρεσεν από των ημερών του γάμου της, όστις ετελέσθη μετά πολλής χαράς και χορών. Ότε ήτο παρθένος, διήρχετο βασανισμένην ζωήν, υφαίνουσα, πλέκουσα και ράπτουσα επί μισθώ· ήτο ορφανή, μίαν γραίαν μόνον μητέρα έχουσα.

Η Ιωάννα, κατά την μαρτυρίαν πάντων των ιστορικών υπήρξεν κατ' αρχάς τουλάχιστον, καλός Πάπας, πάσας φυλάττουσα των προκατόχων της τας παραδόσεις και ακαμάτως υφαίνουσα το δογματικόν εκείνο δίκτυον, το προωρισμένον ν' αποκρύπτη τον ουρανόν εις τα όμματα των ευσεβών χριστιανών. Αλλ' ουδείς τότε εφρόντιζε να ερευνήση αν το παπικόν εκείνο ύφασμα ήτο τω όντι ο ουράνιος θόλος.

Μόλις εγνώρισε το αέρισμα και το λιομάζωμα και τούτο μετά μεγάλων προφυλάξεων της αβράς λευκότητος του προσώπου και των χειρών της. Το περισσότερον του καιρού της διήρχετο εις την σκιάν, ράπτουσα και υφαίνουσα, και ήτον υφάντρια μοναδική, τα δ' εργόχειρά της ήσαν εξακουστά.

Όλ' αυτά δεν ίσχυσαν, και ο φονεύς κατεδικάσθη εις εικοσαετή δεσμά. Εναυάγησαν όλα τα σχέδια, ως και αυτή η συμπεθεριά μεταξύ της μητρός του φονέως και της χήρας του θύματος. Τώρα ανάγκη ήτο να επιστρέψωσιν εις την πατρίδα, αλλά τα ολίγα χρήματά των είχον εξαντληθή, και όσα είχον κομίσει μεθ' εαυτών και όσα είχε στείλει εν τω μεταξύ η Αμέρσα ξενοδουλεύουσα και υφαίνουσα εις την πατρίδα.

Από εικοσιπέντε τουλάχιστον ετών ουδέν άλλο ωνειρεύετο παρά τας απολαύσεις έρωτος θεμιτού και υπό της εκκλησίας ευλογημένου. Αφού εδαπάνησεν όλον τέταρτον αιώνος υφαίνουσα ιστούς προς άγραν συζύγου, εξηκολούθει ακόμη να υφαίνη η ακούραστος εκείνη αράχνη.

Το τελευταίον τούτο έτος, η Θωμαή εκλείσθη εις τον οικίσκον της, αόρατος διελθούσα ολόκληρον τον χειμώνα χωρίς να ομιλή με κανένα, χωρίς να βλέπη κανένα, ράπτουσα επί μισθώ και υφαίνουσα, έως ου μίαν αυγήν της ανοίξεως, μίαν χαρμόσυνον αυγήν, που τα πουλάκια εκελαϊδούσαν με χαράν επάνω εις την αμυγδαλήν της αυλίτσας της, ως να ήλθε κάποιος από τα ξένα, και τον εχαιρέτιζον, προσφωνούντα το καλώς ήλθες, εν στωμυλία, λάλω, εν χορικοίς αλαλαγμοίς, μίαν αυγήν ευώδη της ανοίξεως, που αι καρδίαι των ανθρώπων ανοίγονται, και αυταί γεμάται από ευωδίας και αρώματα, ανοίγονται ως ταπριλιάτικα εκείνα τριαντάφυλλα, τα χείλη τα αγνά, τα ρόδινα, της φύσεως, οπού φιλούν τον κόσμον όλον, πλουσίους και πτωχούς, με αγάπης ευωδίανκαι θέλουν αι καρδίαι, εις τοιαύτην ώραν συναντήσεως του σύμπαντος, κάτι να λαλήσουν και αυταί, ως όλα τα ζώντα, κάτι να ζητήσουν, κάποιον να χαιρετίσουν, κάποιον ν' ασπασθούν, ως τα πουλάκια της αμυγδαλήςτότε, μίαν τοιαύτην αυγήν ηδονικήν, οπού οι άνεμοι όλοι ησύχαζον αναπαυόμενοι, και έπνεον μόνον αι αύραι ως από μύρων και από λιβάνου, εξήλθε τότε της οικίας της η Θωμαή, μετά τόσην απομόνωσιν, να μεταβή εις την άμπελον, οπού είχε μήνας ολοκλήρους να εξέλθη.