United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ήτο θλιβερόν να βλέπης την ωραίαν γυναίκα ωχράν, λυσίκομον, πνίγουσαν τους ολολυγμούς της και θεωρούσαν τα εύμορφα Χριστόψωμα πενθίμως ως μνημοσύνου προσφοράς. Το ταψίον μετά του χοιριδίου ως προκαλούν σκληροτέραν αντίθεσιν διά της ευωδίας του της ζωντανής εν τη νεκρική σχεδόν ταύτη σκηνή, αι γυναίκες το ησφάλισαν εις το εγγύς μικρόν δωμάτιον

Ο είς εδώ ανοίγει χάνδακα, διά να φέρη εις την οικίαν του το ύδωρ ή το φωταέριον, ο άλλος παρέκει ανοίγει μεγαλείτερον διά να μεταγγίση εις τας γηραιάς και απωστεωμένας πλέον αρτηρίας των υπονόμων της πόλεως τας περιττάς ευωδίας του μαγειρείου και . . . . άλλων μερών του οίκου του.

Εγώ το κατάλαβα, Κρατήρα, είπε τέλος ο Μπάρμπα-Σταύρος, οσφρανθείς και αυτός της ευωδίας του τρυφερού κρέατος. Τον κολλήγαν σας τον έπιασε λίγο. — Χριστός και Παναγία! ανεκραύγασεν η Κρατήρα ακούσασα την βαρείαν φράσιν. — Το κρασί, καλέ! διώρθωσεν αμέσως ο Μπάρμπα-Σταύρος. Στρώσε λοιπόν το τραπέζι, Κρατήρα.

Δύσμοιρον γήρας, βαρύς και παγετώδης χειμών του βίου, όστις μόνον την ανάμνησιν της ευωδίας ταύτης διασώζεις! Και πάλιν ευτύχημα τούτο διά σε. Όταν τα ρόδα εξηράνθησαν, τα διατηρεί τις επιμελώς εξηραμμένα.

Ενεθυμήθην τότε να τον ερωτήσω, αν εγνώριζέ τι περί της παραδόξου εκείνης ευωδίας, ή αν ήκουσε περί του ανδρός όστις είχεν αγιάσει πλησίον των τριών Σταυρών· μοι διηγήθη δε τα εξής: Β'·

Διότι δεν βλέπω να προέρχεται τίποτε κακόν απ' αυτών, αφού είνε πλήρεις από θυμιάματα και ευωδίας. Αλλά θα έβλεπα ευχαρίστως να ανατραπούν εκ βάθρων οι βωμοί της Αρτέμιδος εις την Ταυρίδα, επί των οποίων τοιαύτας ευωχίας δέχεται ευχαρίστως η παρθένος εκείνη . ΖΕΥΣ. Τι κακό είνε αυτό που μας ήλθε; Βλέπετε ότι δεν φείδεται κανενός εκ των θεών, αλλ' εις όλους κατά σειράν ψάλλει τα εξ αμάξης και

Την επικειμένην έκρηξιν επρόλαβεν απότομον άνοιγμα της θύρας, διάχυσις ευωδίας μόσχου και ορμητική εισπήδησις εις την αίθουσαν της ζωηράς ημών δημαρχίνας, ερχομένης να δείξη εις την γυναίκα μου το νέον αυτής επανωφόριον με σειρήτια από πτερά λοφοφόρου.

Ουδείς άλλος ή ο πνευματικώτερος την καρδίαν εκ των εκεί παρόντων θα ηδύνατο να αισθανθή ότι το αβρόν άρωμα το οποίον διέπνευσεν όλην την οικίαν δυνατόν να ήτο εις τον Θεόν οσμή ευωδίας πνευματικής· και ότι τούτο ήτο ασυγκρίτως μικρότερον ή ώστε ν' ανταποκριθή προς το αξίωμα Εκείνου προς ον η δωρεά εγίνετο. Αλλ' υπήρχεν είς παρών δι' ον εκ παντός λόγου η πράξις ήτο μισητή και απεχθής.

Και πάραυτα εσφύριξε το υπόλοιπον του ρωμίου, το οποίον τόσην ώραν είχε πληρώσει ευωδίας την ρίνα του, έλαβε τον Μπάρμπα Σταύρον υπό την μασχάλην του και υπό την κάπαν ως τράγον ξεπαγιασμένον, και επανήρχετο εις το χωρίον, ακολουθούντων εν χαρά και των λοιπών ναυτικών, είς των οποίων έλαβεν εις χείρας και τα βαρέα υποδήματα του Μπάρμπα Σταύρου, άτινα εθεώρησαν βαρύ διά τον ποιμένα να θέσωσι πάλιν εις τους πόδας του γέροντος.

Όταν έλθη η ώρα και ανοίξουν τα πέταλα, τότε εμφανίζεται το ρόδον νεάνιδαν και αμίαντον πλήρες μυστικής ευωδίας. Όταν έλθη η ώρα και μνηστευθή η κόρη, τότε εμφανίζεται η ωραία παρθένος εις τον κόσμον, αθέατος και άγνωστος πρότερον, με τα μαύρα της μάτια και τα πλούσια μαλλιά της, με το λευκόν κολόβιόν της και τας χρυσάς εμβάδας της. — Να μη βασκαθή! έλεγον αι γειτόνισσαι.