United States or Bermuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήκουσάς ποτε, ω κόρη, υμέναιον αδόμενον; — Όχι, είπεν η Αϊμά. — Λοιπόν ευτύχημα, ότι ο πρώτος ον θ' ακούσης θα είνε ο εδικός σου. Ειπέ, είσαι ευχαριστημένη; Η Αϊμά ένευσε κάτω και ουδέν απήντησε. — Παρθενική αιδώς, είπε μονολογών ο Πλήθων. Παν έαρ έχει τα ρόδα του, και το μάλιστα ευώδες και εύχρουν ρόδον είνε το της παρθενίας, του καλλίστου τούτου έαρος.

Οι Ερετριείς, κύριοι γενόμενοι του Ωρωπού, μετέβησαν εις την Ρόδον, διά να προσκαλέσουν τους Πελοποννησίους εις την Εύβοιαν· αλλ' ούτοι ήσαν διατεθειμένοι μάλλον να βοηθήσουν την Χίον, ολοένα στενώτερα πολιορκουμένην.

Τωόντι καθ' ην εποχήν ούτοι ευρίσκοντο εις την Ρόδον ηγέρθη η αμφισβήτησις αύτη, κατά την οποίαν η γενομένη άλλοτε υπό του Αλκιβιάδου πρότασις να ελευθερώσουν όλας τας Ελληνίδας πόλεις εβεβαιώθη υπό του Λίχου, ο οποίος είπεν ότι δεν ήτο ανεκτός ο όρος, κατά τον οποίον ο βασιλεύς θα διετήρει τας άλλοτε υπ' αυτού ή υπό των προγόνων του κατεχομένας πόλεις.

Ο Πλήθων δεν ήτο τοιούτος, οίον τον παρίστων αι τότε παραδόσεις· ήτο θετικός ανήρ, και δεν ηδύνατο ν' ασχολήται εις ύποπτα, ουδέ να πιστεύη χρησμούς και μαντείας. Απελθών εκ Κωνσταντινουπόλεως ο Πλήθων έλαβε μεθ' εαυτού την παιδίσκην, και ανέτρεφεν αυτήν φιλοστόργως. Μεταβάς εις Ρόδον κατεδιώχθη είτε διά πολιτικούς λόγους παρά των φράγκων ιπποτών, είτε διά θρησκευτικούς παρά των εντοπίων.

Βίασε το μνημονικόν σου να ενθυμηθής, είπεν η Σιξτίνα. Δεν ενθυμείσαι την Ρόδον; — Σας είπα όχι. — Δεν ενθυμείσαι τέλος πάντων τίποτε εκ της παιδικής σου ηλικίας; Η νέα έκαμεν αμφίβολον κίνημα. — Προτού να έλθης εις τον Μωρέαν, πού ήσουν; — Δεν ειξεύρω. — Δεν έζης έως τώρα με τους Γύφτους, καθώς έμαθα; — Ναι. — Και είνε αυτοί οι γονείς σου; — Ποιος ξεύρει;

Όμως εκείνη η καϋμένη καλλίτερα έχει να βλέπη... δεν ηξεύ- ρω τι, παρά εκείνον. Κάποτε διά να την χολιάσω, της λέγω, ότι ο Πάρης είναι ο γαμβρός οπού της πρέπει· αλλά όταν ακούη τέτοια λόγια· κιτρινίζει 'σαν το πανί, η καϋμένη. — Ειπέ μου δεν αρχίζουν με το ίδιον ψηφίον Ρωμαίος και ρόδον; ΡΩΜΑΙΟΣ Ναι, παραμάνα· διατί ερωτάς; Και τα δυο με ρω.

Βυθίζουσαι εις χλιαρά αρώματα τον τριχόσακκον τούτον , ον οι ανόητοι νομίζουσιν όργανον κακοπαθείας, τρίβομεν δι’ αυτού το σώμα μέχρις ου καταστή υπέρυθρον ως ρόδον ευαίσθητον εις πάσαν πρόσψαυσιν, ως ίππος εις τον πτερνιστήρα, λύομεν την κόμην, καλύπτομεν τας αγίας εικόνας και κατακλινόμεναι τον μεν χειμώνα παρά την λάμψιν ευθύμου πυράς, το δε θέρος πλησίον ανοικτού παραθύρου, ακροώμεναι το άσμα της αηδόνος ή ψιθυρίζουσαι το Ά σ μ α α σ μ ά τ ω ν, παραδιδόμεθα εις μειλίχια όνειρα, μέχρις ου ηχήσωσιν εις τον διάδρομον τα σανδάλια του ερχομένου, ίνα τα ονείρατα ταύτα ενσαρκώση.

Επεσκέφθης τους ελληνικούς ναούς, όπως έκαμα εγώ επί δύο έτη; Επήγες εις την Ρόδον, όπου εγείρεται ο Κολοσσός; ή εις τας Αθήνας; Είδες την Άλεξάνδρειαν, την Μέμφιδα, τας Πυραμίδας; Ο κόσμος είναι ευρύς, θα συνοδεύσω τον Καίσαρα και, κατά την επιστροφήν, θα τον αφήσω και θα αναχωρήσω διά την Κύπρον.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Έλα, μη με περιπαίζης· το 'ξεύρω ότι δεν είναι με ρω· ας ήναι. — Λοιπόν σου λέγει εκείνη κάτι φαρσεο- λογίαις διά τ' όνομά σου και το ρόδον, οπού κάτι έδι- δες να ταις ακούσης. ΡΩΜΑΙΟΣ Χαιρέτα μου την, παραμάνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλά, καλά·Πέτρε! ΠΕΤΡΟΣ Παρών. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πήγαινε εμπρός. Σάλευε! Ο κήπος του Καπουλέτου.

Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους.