United States or Italy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωδήγησε δε αυτήν εις τον υπόγειον διάδρομον, τον άγοντα προς την μικράν θύραν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η Αϊμά, αισθανθείσα σκότος και υγρασίαν. — Εις την θύραν, απήντησεν υπόκωφος η φωνή του ανθρώπου εκείνου. Η Αϊμά δεν απηύθυνε δευτέραν ερώτησιν. Ότε έφθασαν εις την ορσοθύραν, ο ψευδής Μάχτος απέσπασε τον βραχίονα από της χειρός της Αϊμάς και εψηλάφησε να εύρη τους μοχλούς της θύρας.

Ο Χίλων επήδησε μέχρι της καμπής του πλησιεστέρου δρομίσκου· εκείθεν έκυπτε παραμονεύων και ανήσυχος. Αφού εισήλθον εις τον διάδρομον της εισόδου, ο Βινίκιος ενόησεν όλην την δυσκολίαν της επιχειρήσεως. Η οικία ήτο πολυώροφος, κακοκτισμένη, κακοδιηρημένη, πολύ υψηλή, και στενή, πλήρης κελλίων και τρωγλών, όπου κατώκουν πτωχοί άνθρωποι.

Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη το βιβλίον. — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το βιβλίον της η Ελένη.

Αλλ' ο χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ. — Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν; Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν;

Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν: — Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία; — Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! απήντησεν αύτη.

Ο Κρότων ήρχισε να αναπνέη αέρα εις το ηράκλειον στήθος του και να κινή δεξιά και αριστερά το περιωρισμένον κρανίον του, όπως κάμνουν αι άρκτοι αι κλεισμέναι εις κλωβόν. Εις τα χαρακτηριστικά του όμως ουδεμία ανησυχία διεκρίνετο. — Θα εισέλθω πρώτος! είπεν. — θα με ακολουθήσης, απήντησεν ο Βινίκιος με προστακτικόν τόνον. Και εξηφανίσθησαν εις τον σκοτεινόν διάδρομον.

Αλλ' ακριβώς την στιγμήν εκείνην ηκούσθη μέγας θόρυβος εις τον διάδρομον, αμέσως δε η θύρα ηνοίχθη με πάταγον και εις το δωμάτιον εισήλθε ή μάλλον εισώρμησε ο οικοδεσπότης μου. Άνθρωπος όσον καλός και μειλίχιος νηστικός, τόσον σκαιός και θορυβώδης και ανοικονόμητος μεθυσμένος. Και ήτο στουπί αυτήν την φοράν. Ώρμησε και μ' ενηγκαλίσθη. — Φεύγεις, εφώναξε τραυλιζων.

Ο Ρούντυ ήλθεν εδώ κατά το βράδυ· είχαν πολλά να ψιθυρίσουν αυτός και η Μπαμπέττα και μυστικά να 'πούν αναμεταξύ των· εστέκοντο εις τον διάδρομον εμπρός εις το δωμάτιον του μυλωθρού.

Αλλ’ όταν κλαίη τις μόνος, τα δάκρυα τότε είναι αληθή και πικρά, ως πάσα εν τω κόσμω αλήθεια. Κρότος βημάτων εις τον διάδρομον απέσπασε μετ’ ολίγον την Ιωάνναν των θλιβερών αυτής λογισμών, και ανοιχθείσης της θύρας, εισήλθεν η Ηγουμένη, κρατούσα εκ της χειρός αγένειον νεανίσκον, φέροντα το ένδυμα του Αγ.

Η έκπληξίς των υπήρξε μεγάλη, όταν παρετήρησαν ότι το παραπέτασμα δεν εχώριζεν από της αυλής αυτό το οίκημα, αλλά δεύτερον διάδρομον σκοτεινόν, εις τα άκρον του οποίου εφαίνετο κήπος μέ τινας κυπαρίσσους, πλεκτούς θάμνους μυρσίνης και μικρόν οικίσκον στηριζόμενον εις τον τοίχον του βάθους. Ουδεμία απέμενεν αμφιβολία. Ενόησαν ότι δι' αυτούς ήτο η περίστασις ευνοϊκή.