United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου. Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος. ― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!

Εις όλους τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ. Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην, έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους. Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας. Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα.

Έκαμε ταχέως δύο σταυρούς και απεμακρύνθη. Η ιαχή των κυμάτων υπόκωφος, μονότονος, ανήρχετο από τα θεμέλια των βράχων, από τα θαλάσσια άντρα.

Αλλ' ο ψίθυρος ηύξανε, και τι ημπορούσα να κάμω; Ήτο ψίθυρος υπόκωφος, σβυσμένος, ταχύς, πραγματικός, όπως ο ήχος ενός ωρολογίου σκεπασμένου με βάμβακα. Ελαχάνιαζα και εν τούτοις οι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν εφαίνοντο ότι ήκουον τίποτε. Εφλυάρησα με περισσοτέραν ευκινησίαν και τόλμην. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.

Ωδήγησε δε αυτήν εις τον υπόγειον διάδρομον, τον άγοντα προς την μικράν θύραν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η Αϊμά, αισθανθείσα σκότος και υγρασίαν. — Εις την θύραν, απήντησεν υπόκωφος η φωνή του ανθρώπου εκείνου. Η Αϊμά δεν απηύθυνε δευτέραν ερώτησιν. Ότε έφθασαν εις την ορσοθύραν, ο ψευδής Μάχτος απέσπασε τον βραχίονα από της χειρός της Αϊμάς και εψηλάφησε να εύρη τους μοχλούς της θύρας.

Τέλος ηκούσθη υπόκωφος φωνή, φαινομένη ως να εξήρχετο εκ πίθου ή εξ αποξηραμμένου φρέατος. — Ποίος είνε πάλι; Δεν σε αφίνουν ποτέ, ποτέ ήσυχον. — Σηκώσου, έκραξεν ο ψευδώνυμος Μάχτος. — Δεν έκλεισα μάτι, είπεν ο γέρων Φούρβης. Ακόμα δεν μ' επήρε ο ύπνος. — Σηκώσου κι' άνοιξε, επανέλαβε η φωνή του κρούοντος την θύραν. — Τι με θέλεις; Ο διάβολος σ' έβαλε, μεσάνυκτα; — Κάμε γρήγορα!

Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας. — Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν; — Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ; — Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη.

Την ιδίαν στιγμήν, εκ του βάθους των παχέων τοίχων και από το εσωτερικόν των υπογείων ηκούσθησαν ψαλμωδίαι και ύμνοι. Κατ' αρχάς υπόκωφος, η ψαλμωδία ολίγον κατ' ολίγον καθίστατο ζωηροτέρα. Φωναί ανδρών, γυναικών και παιδίων απετέλουν χορόν αρμονικόν. Εν τη σιγή της αναφαινομένης αυγής, ολόκληρος η φυλακή ήρχισε να ψάλλη ως μία άρπα.

Ηκούετο ο ρογχασμός του ως κρότος υπόκωφος συρομένης αλύσεως πλοίου μακράν εις τον λιμένα, συνεχής και μονότονος. Νέα ακόμη η κυρά-Μανωλάκαινα, μόλις τριάκοντα πέντε ετών, πρώτην φοράν από του γάμου τηςγενομένου προ πέντε ετώνευρίσκετο εις την ευτυχή περίστασιν να φορέση τα νυμφικά της και σταθή εις την πρώτην γραμμήν της γυναικωνίτιδος.

Αλλ' όταν ο Παπα-Νικόλας με την φωνήν του την μεγάλην, πανηγυρικήν ως σάλπισμα εβραϊκής νεομηνίας, ήρχισε να κραυγάζη επάνωτα μεσάνυκτα «Ευλογημένη η βασιλεία. . .», τρακ! ακούεται υπόκωφος, σατανικός κρότος, και ανοίγει έν παράθυρον προς τ' αριστερά, έν μικρόν παράθυρον μ' έν παραθυρόφυλλον μόνον, ως άνθρωπος μ' ένα μάτι.