United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκοτίαν ζωντανήν, υγράν σκοτίαν, του πελάγους σκοτίαν. Λεπτή αρωματώδης δρόσος επιπλέει πανταχού της θαλάσσης, ης ο γλυκύς ψίθυρος συγχέεται προς τον μαλακόν θρουν της πλεούσης σκούνας.

Του φάνηκε πως μια μυστηριώδης ύπαρξη έπεσε απάνω του, ψαχουλεύοντας τα σωθικά του μ’ ένα μαχαίρι, και πως όλο το αίμα ανάβλυσε από το κατακρεουργημένο σώμα του, πλημμυρίζοντας την ψάθα, βρέχοντάς του τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια. Άρχισε να φωνάζει σα να τον σκότωναν στ’ αλήθεια, αλλά μέσα στη νύχτα μόνο ο ψίθυρος του νερού απαντούσε.

Μετά τούτο μου εφάνη ότι ο ήχος των φωνών των ιερεξεταστών διελύετο εις τον αόριστον ψίθυρον του ονείρου. Ο ψίθυρος αυτός μου υπέβαλεν εις το πνεύμα μίαν ιδέαν περιστροφής, αναμφιβόλως λόγω του νόμου της ομοιότητος μεταξύ του ήχου τούτου και του ήχου του τροχού ενός μύλου. Αλλά τούτο δεν διήρκεσε παρά ολίγον χρόνον και εσβέσθη αιφνιδίως.

Και ιδού ότι εις αυτήν εδώ την φρικώδη ώραν της νυκτός, εν μέσω της νεκρικής σιγής της παλαιάς αυτής οικίας, τόσον παράδοξος ήτο ο ψίθυρος, ώστε μου επροξένησεν ακατανόμαστον τρόμον· εν τούτοις ολίγα λεπτά ακόμη εκρατήθηκα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Αλλά το τικ-τακ επεταχύνετο πάντοτε, πάντοτε. Εσκεπτόμην ότι η καρδιά θα εκραγή.

Μέσα στη χαύνωση που είχε βυθιστεί όλη η κοιλάδα, ο ψίθυρος του νερού του φαινόταν να είναι το μουρμουρητό του πυρετού και το τραγούδι των γρύλλων ένα ατέλειωτο μοιρολόι. Όχι, η ζωή που έκανε ο Τζατσίντο δεν ήταν εκείνη που αρμόζει σε έναν έντιμο άνθρωπο που έχει το φόβο του Θεού.

Αύριον θα αρχίση η διανομή σίτου, οίνου και ελαίου, ώστε έκαστος να δυνηθή να γεμίση την κοιλίαν του μέχρι του φάρυγγος. Κατόπιν ο Καίσαρ θα σας δώση αγώνας, ομοίους των οποίων ουδέποτε θα έχετε ιδή· κατά τους αγώνας θα σας παραθέση συμπόσια και θα σας κάμη γενναιοδωρίας. Θα είσθε πλουσιώτεροι ή προ της πυρκαϊάς! Είς ψίθυρος απήντησεν εις τον Πετρώνιον.

Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος μόλις ακουόμενος: — Δεν . . . . δύναμαι! . . . Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους Θράκας: — Αποσπάσατέ του την γλώσσαν!

Εξελθούσα του Απόλλωνος ηξεύρεις τι έκαμα; μετέβην ευθύς απέναντι εις το Άντρον των Νυμφών, όπου ψάλλει σήμερον και μουσουργεί θίασος γερμανών και γερμανίδων, ή κυριολεκτικώτερον βοημών και βοημίδων. Quantum mutatum ab illo το ταλαίπωρον αυτό Άντρον! Ούτε άνθη πλέον, ούτε σκιαί, ούτε υδάτων ψίθυρος, ούτε παράσχειον μονοπάτι!

Αλλ' ο ψίθυρος ηύξανε, και τι ημπορούσα να κάμω; Ήτο ψίθυρος υπόκωφος, σβυσμένος, ταχύς, πραγματικός, όπως ο ήχος ενός ωρολογίου σκεπασμένου με βάμβακα. Ελαχάνιαζα και εν τούτοις οι αξιωματικοί της αστυνομίας δεν εφαίνοντο ότι ήκουον τίποτε. Εφλυάρησα με περισσοτέραν ευκινησίαν και τόλμην. Αλλ' ο θόρυβος δεν έπαυεν από του ν' αυξάνεται.

Το παρετήρησα επί τινα λεπτά με κάποιον φόβον, αλλά προ παντός με έκπληξιν. Εις το τέλος βαρυνθείς το να παρακολουθώ την μονότονον κίνησίν του εξήτασα τα λοιπά αντικείμενα του κελλίου. Ελαφρός ψίθυρος προυκάλεσε την προσοχήν μου και παρατηρήσας κατά γης, είδα πλείστα τεράστια ποντίκια, τα οποία έτρεχαν επί του εδάφους.