United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί ας αναπαύεται πας μάρτυς και πας ήρως, γευθείς σοφίας μάνα... δεν είναι αμοιβή παντός και του τυχόντος κλήρος του Βούδδα η Νιρβάνα. Χρυσούς ορθούται 'στόν Ναόν εκείνον της σιγής ο τρίπους της Πυθίας, και δεν εισέρχεται ποτέ χειρώναξ εναγής κι' εχθρός της αληθείας. Εκεί φωτίζει την πυκνήν του Μηδενός σκοτίαν φως αληθών θαυμάτων, και βλέπομεν αθάνατον την αριστοκρατίαν των ευγενών πνευμάτων.

Τοιαύτα έλεγεν ο γέρων εν μέσω βαθείας σιγής, διακοπτομένης ενίοτε υπό εγγύτερον εκρηγνυομένης σφαίρας ή στέγης καταπιπτούσης.

Παλάτιον της ερημίας και της σιγής, θρόνος βαθείας μελαγχολίας, ο πελώριος βράχος ο βορεινός, ο θαλασσόπληκτος, επάνω του οποίου ήτο κτισμένον ποτέ το παλαιόν, το κατηρειπωμένον σήμερον χωρίον.

Έπειτα άπας ο αόρατος εκείνος χορός ήρχισε να ψάλλη εν μέσω θρησκευτικής σιγής τον ύμνον της πολιούχου των Νεαπολιτών Αγίας, μετά πολλής, μα το ναι, τέχνης, διπλάζων, εν βαθεία κατανύξει μετά πάσαν στροφήν, την κατακλείδα: Santa Lucia! Santa Lucia!

Και η φωνή του πνιγομένη από τον πόνον εξησθένει περισσότερον, οπότε από το άλλο μέρος της τραπέζης ο Απόστολος Πέτρος ηγέρθη και είπεν εν μέσω σιγής: — Ο Σωτήρ μας παρήγγειλεν: «Ει ο αδελφός σου ήμαρτε προς σε, τιμώρησέ τον· αλλ' εάν μετανοήση, συγχώρησέ τον. Και εάν επτάκις ήμαρτε προς σε εντός της ημέρας και επτάκις επιστραφή προς σε λέγων σοι: «Μετανοώ», άφες αυτώ.

Είναι νυξ, νυξ επακολουθούσα ημέραν ζοφεράν, καθ' ην ταυτοχρόνως έμαθε και της ευγενούς συζύγου του τον θάνατον και την προσέγγισιν του εχθρικού στρατού. Είναι περίλυπος, προς δε και δυσηρεστημένος καθ' εαυτού, διότι αδίκως ήρισε προς τον φίλον του Κάσιον. Αγρυπνών εν τη σκηνή του, εν μέσω της βαθείας πέριξ νυκτερινής σιγής, λαμβάνει βιβλίον εις χείρας, αλλά ματαίως προσπαθεί ν' αναγνώση.

Χιλιάδες οφθαλμών προσηλώθησαν εις την μεγάλην πόλην· άνθρωπός τις επλησίασεν ενδεδυμένος ως Χάρων και εν μέσω της γενικής σιγής έκρουσε την θύραν τρις διά σφύρας, ως διά να συγκαλέση εις τον θάνατον τους ανθρώπους τους κρυπτομένους όπισθεν.

Και ιδού ότι εις αυτήν εδώ την φρικώδη ώραν της νυκτός, εν μέσω της νεκρικής σιγής της παλαιάς αυτής οικίας, τόσον παράδοξος ήτο ο ψίθυρος, ώστε μου επροξένησεν ακατανόμαστον τρόμον· εν τούτοις ολίγα λεπτά ακόμη εκρατήθηκα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Αλλά το τικ-τακ επεταχύνετο πάντοτε, πάντοτε. Εσκεπτόμην ότι η καρδιά θα εκραγή.

Την ημέραν διήλθεν εν ηρεμία, εν ησυχία και σιωπή. Προητοίμαζεν Εαυτόν εν ειρήνη και προσευχή διά την φοβεράν πάλην· δυνατόν να περιεπλανάτο μόνος εις τα ορεινά υψώματα περί την Βηθανίαν και εκεί υπό τον εαρινόν ήλιον ετήρει υψηλήν κοινωνίαν μετά του Πατρός Του του εν ουρανοίς. Αλλά πώς διήλθε την ημέραν δεν γνωρίζομεν. Πέπλος ιεράς σιγής καλύπτει τούτο.

Έλα μαζύ μου! πράματα θέλω να ειπώ σε σένα, μόνο σε σένα, μυστικά να σου τα ειπώ στ' αυτί σου, και στης σιγής τη σκοτεινιά να μείνουν σκεπασμένα. Έχε το νου σου, μάννα μου, μήπως και συ το πάθης σαν της παρθένες που έσφαλαν και κρυφοπαντρευθήκαν• μη ρίξης στο θεό και συ του σφάλματος το βάρος, για ν' αποφύγης τη ντροπή της γέννας της δικής μου, και ειπής πως μ' έχεις με θεό, χωρίς θεός να είνε.