United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ έτσι σε μεγάλωσα, θεόμορφε Αχιλέα, 485 και σ' αγαπούσα ολόψυχα, τι μήτε σε παιχνίδι μ' άλλον να πας δεν ήθελες μήτε να φας στο σπίτι, παρά να σε χορταίνω εγώ στα γόνατα μου απάνου, κριάς κόβοντάς σου και κρασί βαστώντας σου στα χείλια. Πολλές φορές μου λέκιασες το ρούχο απάς στα στήθια 490 με το κρασί, όταν τόβγαζες χωρίς να καλονιώθεις.

Μα στάσου εδώ κι' ανάσανε, κι' αφτόν εγώ παγαίνω και σου τον πείθω ατρόμητα να σ' αντικρύσει τώραΕίπε, κι' αφτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του. και στέκει απάς στο στομωτό ακουμπισμένος φράξο. 225

Τον Πυλομένη τότε οι διο, άντρα άξιο σαν τον Άρη και πρώτο των λιοντόκαρδων σκοτώνουν Παφλαγόνων. Αφτόν εκεί που στέκουνταν, του ρήχνει το κοντάρι ο ξακουσμένος σκοπεφτής Μενέλας, και τον βρίσκει απάς στην κλείδωση.

Και πού κανείς τον κάθε εκεί νεκρό να ξεδιαλύνει, μον με νερό ξεπλαίνοντας τις ματωμένες σάρκες, 425 χύνοντας δάκρια πύρινα τους φόρτωναν στ' αμάξια. Όμως να κλαίνε ο Πρίαμος δεν άφινε· κι' οι Τρώες βαριόκαρδοι απάς στη φωτιά τους σώρεβαν σωπώντας· κι' αφού τους έκαψαν, γυρνούν κατά της Τριάς το κάστρο. 429

Ορίστε παραπάνω τουλόγου σας. Προχωρήσαμε 'μεις και Τούρκοι ήρθαν κάτω. Σε λίγο έφτασε ο πασάς, συντροφευμένος από υπαλλήλους κέφιππους ζαπτιέδες. Τον βάλαμε στη μέση κιαρχίσαμε το άσμα μας. Αλλ' ενώ το άσμα έλεγεν ότι τον υποδεχότανε «άπας ο λαός», εκτός των μαθητών είχαν έρθει μόνον πέντε δέκα πρόσωπα της τοπικής εξουσίας και οι προύχοντες του χωριού κιάλλοι τόσοι περίεργοι.

Πώς διο ποτάμια, οχ τα βουνά που κατεβούν χειμώνα, ρήχνουν μαζί στη διχαλιά τα βρόχινα νερά τους, από πλατιά διο στόματα μες σε βαθιά σκισμάδα, κι' ακούει αλάργα ο πιστικός τον κρότο απάς στις ράχες· 455 έτσι κι' αφτοί, σαν έσμιγαν, φωνάζανε χτυπιούνταν.

Το περιέχον θα παρείχε τότε την εναντίαν αρχήν, και ούτω το δόγμα «ουδέν εναντίον ουδεμία φθορά» θα έμενεν απρόσβλητον. Εν άλλαις λέξεσιν, άπας ο γήινος κόσμος είναι φθαρτός και μεταβλητός. * &Ποία των ζώων είναι μακροβιώτερα; Ως επί το πλείστον τα μεγαλύτερα.& Ούτε τα επί της ξηράς μόνον, διότι και φυτά και ζώα χερσαία ζώσιν έν μόνον έτος.

Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου, ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι, 490 μα δεν τον βρήκε, μον βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια.

Το σεβάσμιον τούτο ίδρυμα εφαίνετο ως πολιός γέρων κατακεκλιμένος επί της χλόης, και απολαύων εκ περισσού άπας έτι των ευεργετημάτων της φύσεως. Η κοιλάς διερρέετο υπό χειμάρρου αρδεύοντος πλουσίως τας φυτείας και τους κήπους. Σύσκια και χλοερά άσυλα εσχηματίζοντο παρά τας εκατέρωθεν κλιτύς, εις ά αι ακτίνες του ηλίου δυσκόλως εισεχώρουν.

Τι εκείνοι απ' τα καλόχτιστα πυργιά πετροβολούσαν κοτρώνες, διαφεντέβοντας το στόλο το πετσί τους 155 και τα καλύβια. Κι' έπεφταν οι πέτρες σαν τολούπες, π' ανεμοζάλη, σείνοντας ανταρωμένα γνέφια, χύνει πυκνές απάς στης γης κάθε βοσκή και κάμπο· έτσι έβρεχε απ' των Αχαιών τα χέρια και των Τρώων βαριές κοτρώνες, και μ' αχό ξερόνε απ' τα λιθάρια 160 τα κράνα γύρω βούηζαν κι' οι στρογγυλές ασπίδες.