Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Έδωκε τα χριστόψωμα στ' αγγονάκια επήρε κοντά της, το ένα δεξιά και το άλλο ζερβά κ' έβαλε τα χέρια στους ώμους τους. Η κόρη εφίλησε το χέρι της. Την είχαν τριγυρισμένοι όλοι της οι θησαυροί, ό,τι είχε πολύτιμο, πιο ακριβό στον κόσμο αυτό . . . Ανάσανε λίγο . . . — Ήρθα εμουρμούρισε, στη γιορτή να σας διώ· σας αποθύμησα . . . και σαν να μη μπορώ πλιο μονάχη . . . ήρθα να πανηγυρίσω μαζή σας.
Η μάννα μου μ' έντυνε, κ' εγώ άκουγα ταγριεμένο το Κόλι. Άξαφνα, — Νταγκ! Χτυπάει και το σήμαντρο! Ανάσανε η ψυχή μου! Να που ζούσε και κάποιος άλλος στον κόσμο έξω από το Κόλι! Ο γέρος ο Παπά Νικοδήμος, που μας προσκαλούσε να πάμε να προσκυνήσουμε το Χριστό που γεννιέται. Πήραμε το φανάρι, και βγήκαμε. Στον ουρανό λαμπρή ξαστεριά· κάτω στη γης, σκοτάδι βαθύ.
Άνοιξε το μέρος εκείνο· κατέβηκε ήλιος, φύσηξ' αέρας, ανάσανε η γης, φύτρωσε δίπλα σου μικρό κι ανεμοδαρμένο δεντρί. Ίσως μια μέρα αυτό το δεντρί σε φάη, ίσως όμως και μείνη σιμά σου χλωμιάρικο, αρρωστημένο, ανωφέλητο κούτσουρο. Έξω από κείνο το μέρος, έξω από τις ξερές εκείνες τις πέτρες, όλη η Ρωμιοσύνη είναι δική σου.
Ο καπετάνιός μας, μόλις που άφησε τα κιάλια από τα χέρια του κι' ανάσανε γιατί τα πήραμε καλά, ακούει από την πλώρη: — Πράσινο φανάρι! — Πράσινο φανάρι! επαναλαμβάνει και ο πλοίαρχος σαν χαζός και γυρεύει πάλι τα κιάλια του. Από την πλώρη η βάρδα ξαναφωνάζει πάλιν: — Πράσινο φανάρι! Αχ, μωρέ παιδιά μου, ένα πράσινο φανάρι! Το είδαμε κ' ηρχόντανε με θυμό κατεπάνω μας, να μας φάη.
Και η Σμαραγδούλα ανάσανε, ησύχασε, όχι όμως όλως διόλου, γιατί δεν άργησε να φανερωθή πως δεν είχαν τραβηχτή όλοι και πως έμειναν δυο, οι καλλίτεροι, δηλαδή οι χειρότεροι, οι πιο πεισματάρηδες και οι πιο επικίνδυνοι, από κείνους που δεν υποχωρούνε γρήγορα, που δεν ξεχνούν, από κείνους, που συνήθισαν να νικούνε τα εμπόδια και η Σμαραγδούλα είδε με θυμό και με πείσμα, πως ο πόλεμος δεν ετελείωσε.
Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας, εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν 435 νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο. Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.
Και τ' άρματα του Δόλονα τ' απίθωσε ο Δυσσέας 570 μες στο καράβι, ως να ψηθεί της Αθηνάς σφαχτάρι. Κατόπι μπαίνουν στο γιαλό κι' απ' τα κορμιά ξεπλαίνουν τον ίδρο, από τα διο μεριά τα σκέλια το κεφάλι. Κι' αφού το κύμα του γιαλού τούς ξέπλυνε από πάνου τη λέρα και τον ίδρο τους κι' ανάσανε η καρδιά τους, 275 μπήκαν μες σε καλόξυστα λουτρά ν' απολουστούνε.
Τέλος ανοίγει τον Αράπη. Κι' αμέσως, μωρέ αδέρφια, εστάθηκε 'ς τα πόδια της η σκούνα. Μέσα 'ς την νύχτα και 'ς την χιονιά ένα πράμα σαν σημαία σαν σάββανο φάνταξε μπροστά 'ς την πλώρη. Ήτανε ο Αράπης. Ο Παπα-Δράκος τον εκαργάρισε, τον εστερέωσε καλά κ' έτρεχαν τα νερά από πάνω του σαν κλάματα, της σκούνας τα κλάματα. Το καράβι ανάσανε αμέσως. Εκεί που ήτανε γονατισμένο, ξαναεσηκώθηκε πάλι.
Μα στάσου εδώ κι' ανάσανε, κι' αφτόν εγώ παγαίνω και σου τον πείθω ατρόμητα να σ' αντικρύσει τώρα.» Είπε, κι' αφτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του. και στέκει απάς στο στομωτό ακουμπισμένος φράξο. 225
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν