Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Και αποτεινόμενος προς τον κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει: — Ούτε με 20 δεν βγαίνω! — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς, περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε. — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω. — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς.

Δεν καταλαβαίνει τις αλλαγές που συντελούνται γύρω του. Γνωρίζει ποια είναι η κοινωνική του θέση και την αποδέχεται αδιαμαρτύρητα∙ «είμαι ένας ταπεινός υπηρέτης», επαναλαμβάνει συχνά και δέχεται χωρίς αντίδραση την ξιπασιά της νεαρής κυράς του «Εσύ δεν είσαι παρά ένας υπηρέτης!

Αλλ' όταν επάνω εις το βουνόν εσταμάτησα διά να ξεκουρασθώ, άφησα το δισάκκι, και όταν το ξαναπήρα, κατά λάθος τα χρήματα ήσαν εις το πίσω μέρος και εγώ εκράτουν σφιγκτά το εμπροσθινόν με τα ψωμιά. Ω! Τι έπαθα! — Και πού είνε τα χρήματα τώρα! κραυγάζει πάλιν ο αρχιληστής αγριώτερον, μη εννοών. — Θα τα πήραν αι Νεράιδες! επαναλαμβάνει ο Θανάσης.

Πολλάκις, προσεπάθουν τότε να φιλοτιμήσωσι τον κυρ-Δημάκην, διερχόμενον εκείθεν, ώστε να προδώση την γνώμην του, πλην ούτος περιωρίζετο να επαναλαμβάνει το απαίσιον: — Ψόφια πράματα! Ο ίδιος ο έφορος διαταχθείς να εκτιμήση τον καρπόν, ήλθεν εις την νήσον. Αλλ' εις μάτην εζήτησε να οδηγηθή κατά τι υπό του μόνου ειδικού εις τούτο: — Κάμε με έμφορα, να σ' πω. Απέφευγεν ο κυρ-Δημάκης.

Αμέσως ο Μαιάνδριος τον προσκαλεί να λάβη όσα θέλη, αλλ' εις μάτην επαναλαμβάνει την παράκλησίν του δις και τρις, ο Κλεομένης δεικνύεται δικαιότατος άνθρωπος και δεν κρίνει πρέπον να δεχθή τα προσφερόμενα.

Και ενώ κατόπιν ο δεξιός μοναχός έψαλλε την Καταβασίαν «Μυστήριον ξένον», προχωρεί σιγά-σιγά ο κυρ-Δημάκης προς αυτόν κ' ερωτά: — Το πρωί θα έλθη η βάρκα, ή το βράδυ; Ο μοναχός, προσηλωμένος εις το θείον μέλος, δεν ήκουσε. Τότε ο κυρ- Δημάκης, με την χλαίναν του και τα βαρέα καλογηρικά υποδήματα, μεταβαίνει προς τον αριστερόν ψάλτην, κ' επαναλαμβάνει την αυτήν κλαυθμηράν ερώτησιν.

Έλεγεν ο πλοίαρχος προς τον έφηβον υιόν του, εν σιγή θεωρούντα την απροσδόκητον εκείνην οπτασίαν του χρυσού και φωτός και αφρού, άτινα μυστηριωδώς στερεοποιούμενα μετεμορφούντο εις την μυθοπλαστουμένην Πόλιν, την Πόλιν των αγαθών και του πλούτου, την Πόλιν της αναπαύσεως του κεκμηκότος ναύτου, εις τα δροσερά κύματα της οποίας γλυκαινόμενον το πλοίον, επαναλαμβάνει τον προς την Μαύρην θάλασσαν πικρόν πλουν.

Ο Ούρσος με στέλλει προς σε, αυθέντα, διά να σου είπω ότι με όλον τον πυρετόν του ικετεύει τον Ύψιστον και επαναλαμβάνει το όνομά σου. — Δόξα εις τον Χριστόν! απήντησεν ο Βινίκιος. Εκείνος έχει την δύναμιν να μου την αποδώση. Λοιπόν, ας μη χάνωμεν καιρόν. Και ωδήγησε τον Ναζάριον εις την βιβλιοθήκην, όπου ο Πετρώνιος μετ' ολίγον τους υπεδέχθη.

Αλλά τα αυτά επαναλαμβάνει και μετ' ολίγον εις τον Πασχαλάκην, ακροωμένου εκ της κρύπτης του υποδεκανέως: — Τον...! εκείνο το λούστρο! Και όταν μένουν οι δύο, ο Πασχαλάκης με κωμικωτάτην κίνησιν προτείνει τον πόδα προς τον αντεραστήν: — Παιδί, έχεις βερνίκι; Και ούτω καθ' εξής.

Ο Ιησούς είχεν λάβει ήδη αφορμήν να εκφράση την επιδοκιμασίαν του επί της κρίσεως ταύτης, και τώρα την επαναλαμβάνει. Δεικνύων τα κράσπεδα των γραμματέων εν οις μία των αναγραφομένων διατάξεων ήτο το εδάφιον 4. Κεφ.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν