United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα κραυγάζει εκ του βάθους του τερατώδους εκείνου περιβλήματος και κινείται κατά γελοίον τρόπον, ενίοτε δε και άδει τους ιάμβους• και το οικτρότερον είνε ότι εις τας συμφοράς, τας οποίας διεκτραγωδεί, μόνον την φωνήν του παρέχει, διότι διά τα άλλα εφρόντισαν οι προ πολλού υπάρξαντες ποιηταί.

Αλλά μετ' ολίγον κραυγάζει ως να είχε λησμονήσει να το είπη πρότερον. — Νάχετε το νου σας, κορίτσια. Είνε, ακόμα κλέφτες! τα μάτια σας τέσσερα! κορίτσια! Και επανέλαβεν οξέως παρατείνουσα την ξηράν φωνήν της. — Κλέφτες! Και η ηχώ δεινή και άχαρις επανέλαβε δις·Κλέφτες!

Την διαλαλεί δε τότε οξυφωνότατα αληθώς και παταγωδέστατα, ξελαρυγγιζόμενος αυτόχρημα και ογκούμενος μάλλον ή άδων. Έχει βεβαίως την ιδέαν ότι τραγουδεί, αλλά κραυγάζει μόνον και ουδέν άλλο. Ο Έλλην δεν επλάσθη υπό της φύσεως μουσικός. Τούτο είνε λυπηρά αλήθεια, της οποίας μόνον χάριν της επικρατούσης προλήψεως και προς αποφυγήν μακρολογίας δύναταί τις να παραδεχθή τους Επτανησίους ως εξαιρέσεις.

Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους. — Τι είνε, Χρυσώ; Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Τι έπαθες; Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω. — Φλουριά, μάννα! Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος. — 'Νειρεύεσαι!

— Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη την μάσκα του. — Αλλά ο αμαξάς μας . . . — Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας; — Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο Νικόλας.

Ναι! απαντά ο γέρων και ατενίζων εκ του παραθύρου προς τον λιμένα κραυγάζει. — Νά! Νά τηνε! Η σκούνα μου! Νά τηνε! Η σκούνα μου η καλοτάξειδη, η τυχηρή μου σκούνα, όπως ήτανε και τότε, όπως την είχα εγώ! Και εκρότει τας χείρας του από την χαράν του, κρατών συνάμα και το τσιμπούκι του.

Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα νέα. — Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!

ΑΜΛΕΤΟΣ Καλεί με πάλι. — Πήγαιν' εμπρός· κ' εγώ θέλει σε ακολουθήσω. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Κύριέ μου, δεν θα πας. ΑΜΛΕΤΟΣ Μακράν τα χέρια, λέγω! ΟΡΑΤΙΟΣ Άκουσε! δεν θα πας. ΑΜΛΕΤΟΣ Η μοίρα μου κραυγάζει, καιτο κορμί μου κάθε αρμόν ενδυναμόνει ωσάν τα νεύρα του θηρίου της Νεμέας . Καλούμαι ακόμη; — Κύριοι, λύσετέ με, αλλέως θα κάμω πνεύμα εκείνον οπού μ' εμποδίζει.

Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε. Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος φράσις: Γ α ί α ν έ χ ο ι ε λ α φ ρ ά ν. — Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον. Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.

Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της γυναικός μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον να ήνε . . . Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του. — Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν μέση τη οδώ.