Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
— Ακόμα χίλια δυο φλουριά, Γιαννούλα, θα ξοδιάσης, Τον ακριβό το Μήτρο σου αν θέλης να μη χάσης. — Δίνω και τρεις και τέσσερες ακόμα εγώ χιλιάδες. ..................................
Σαν τι τα θέλω τα φλουριά και τα βαρηά γιονρτάνια. Σαν τι τα θέλω τα χρυσά κι' ασημωμένα ρούχα, Σαν δεν κοιμούμαι μια φορά 'ςτό πλάι του καλού μου; Νάμουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα νάμουν, Παρά η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη.
Στα ξένα και — στα ξένα και στα μακρινά, περνούνε χώ περνούνε χώρες και βουνά, μα δε βρήκανε κονάκι, σαν κι αυτό το χωριουδάκι. Στην κάμαρα της Αρετούλας. Στέκεται η Αρετούλα, και κοιτάζοντας κάποτε στον καθρέφτη βγάζει τα διαμαντικά της και τα φλουριά της. ΑΡΕΤΟΥΛΑ, ύστερα ΔΕΣΠΩ Αρετ. Χρόνος δεν τα φέρνει όσα μιαν ώρα μπορεί και τα φέρνει.
'Στόν πύργο κόρη κάθεται με δεκαπέντε σκλάβαις, Κι' όλο αρμαθιάζει τα φλουριά και τα μαργαριτάρια. Αρμάθιαζε, ξαρμάθιαζε τα κρέμαε 'ςτο λαιμό της, 'Στά παραθύρια ξέβγαινε και γλυκοτραγουδούσε. Ξανοίγει γλήγορο άλογο 'ςτήν άκρη από τον κάμπο. Γλυστράει 'ςτό χιόνι το στρωτό, σαν η αστραπή 'ςτά νέφια, Κ' ένα ψηλό χλημίντρισμα βολαίς-βολαίς ξεχύνει.
Κάνοντας την απόφαση, ανοίγει το χαρτί και διαβάζει: «&Μην ανακατεύεσαι ποτέ στες δουλιές του αλλουνού!&» Διαβάζοντας τη συμβουλή, μετάνοιωσε πάλι, γιατί την προτίμησε από τα εκατό φλωριά, αλλά δε μπορούσε να κάνη αλλοιώτικα, και ξανασυμφώνησε πάλι γι' άλλα εφτά χρόνια να μεταξαναδουλέψη τον αφεντικό του για εκατό πάλι φλουριά κι' έτσι ματαξαναμπήκε πάλι στη δουλειά....
Και συ λαιμέ μου κάτασπρε σαν του βουνού το χιόνι, Σαν σας σταλάζω με φλουριά και με διαμάντια τόσα, Μη για χορό συντάζεσθε, μήνα σε γάμο πάτε;... Πέτε, πού ο γάμος γίνεται και πού ο χορός κρατιέται; Πούναι κι' ο νηός που θα σας 'δή και θα σας αγαπήση Κι' ακολουθώντας σας θαρθή να σας χαρή μια μέρα; Εσάς σας χαίρεται η ερμιά.
— Λένε πλεια πως ηύρες 'ς το βουνό. Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ανεπήδησε διαμαρτυρόμενος και σταυροκοπούμενος. — Τέτοια πράμματα, συμπεθέρα! να μη μ' εύρη ο χρόνος, αν εγώ ηύρα χρήματα! — Το λένε πλειο! απήντησε πάλιν η Θεια-Σταματίτσα. Γι' αυτό τ' άκουσε και ο Στεφανάκης κ' επιμέν'. Εκεί δα, λέει, που ξερρίζωνες μια κλάρα 'ς το Κοτρόνι, ηύρες ένα τενεκέ φλουριά. Σ' είδε, λέει, ένα τσοπανόπουλο.
Κι' έσκουζε ο κόσμος κι' έδιναν άλλοι αλλουνού το δίκιο, μα οι κράχτες τους περιόριζαν. Κι' οι γέροι καθισμένοι στα μαρμαρένια τους θρονιά στη στρογγυλή πλατέα, κραχτών καλόφωνων ραβδιά στα χέρια τους κρατώντας 505 σηκώνουνταν με τη σειρά να κρίνουν ένας ένας. Κι' είταν στη μέση διο φλουριά βαλμένα, για να πάρει αφτός π' απ' όλους πιο σωστά το δίκιο θα ξηγούσε. 508
Περί ενός μόνον λέγεται ότι, ιδών το άνοιγμα του ουρανού, δεν επρόφθασε να εκφράση πλήρη ευχήν. Θέλων να ζητήση χίλια φλουριά ή χίλια εκατομμύρια, μόνον την λέξιν χίλια επρόφθασε να προφέρη. Αλλ' ο ουρανός, παίζων με τας λέξεις, του έδωκεν αντί χιλίων φλουριών τερατώδη χείλια.
Πλην ηκολούθησε συγχρόνως και η Μιλάχρω, ήτις προσπαθούσα να παρηγορήση τον άνδρα της, του οποίου ήρχισε να σέβηται την φιλοστοργίαν, αγρυπνούσαν όλην την νύκτα, δεν είχε κοιμηθή αν και καταπεπονημένη υπό της εργασίας και υπό του πένθους. — Τι είνε, Χρυσώ; Ερωτά ο Μπάρμπα-δήμαρχος. — Τι έπαθες; Κράζει ζωηρότερον η Μιλάχρω. — Φλουριά, μάννα! Κραυγάζει τότε συνελθούσα η παρθένος. — 'Νειρεύεσαι!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν