United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το έλεγα, τσιούπρα μ', αλλά το είδα τόσες φορές αυτό το σημάδι, που δεν μου κάν' η καρδιά να το πιστέψω πλειο. Κατά το κοντινό το γράμμα τ' ο πατέρας σ' λέει, ότι θα είναι εδώ πριν από τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα ήρθαν κι' αυτός πούναι τος; Πάη τελείωσε κι' αυτή η μέρα. Πάη, ψυχή μ', κι' αυτή η διορία του πατρός σ' μαζύ με τες πολλές!

Κύτταξε καλά, Θανάση, έγρυξεν ο αρχηγός εν μέσω της ερημίας αποτεινόμενος προς τον νεώτερον των συντρόφων. Μη μου πης ότι φοβήθηκες της Νεράιδες. Ντροπή! Σ' το Καραντελή θάμαξα την παλληκαριά σου. Και γι' αυτό δεν θα σ' αφήσω πλειο από κοντά μου. Βλέπω και κοντοστέκεσαι. — Καπετάνιο, ξέρεις το ελάττωμά μου, απήντησε μετά δειλίας ο Θανάσης.

Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη. — Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;

Ο Μπάρμπα-δήμαρχος ξεφορτώσας της κλάρες κάτω και δέσας το ονάριόν του εντός του χαλάσματος, εισήλθε κατάκοπος και εκάθησε χωρίς να ομιλήση, χωρίς να χαιρετίση καν. Η δε Θεια-Σταματίτσα ανοίγουσα εκ νέου την ομιλίαν επανέλαβε: — Χίλιες δραχμές πλειο, χαθήκανε! — Πού να της βρούμε, κυρά συμπεθέρα; Σαν είχα 'γώ χίλιες δραχμές, θα ξαναπανδρευόμουνα! Είπε γελών ο Μπάρμπα-δήμαρχος.

Θα γέν' πλειο ο γάμος, Μιλάχρω! Έλεγαν μετά πεποιθήσεως αι γειτόνισσαι. — Σα θέλ' ο Θεός! απήντα η μήτηρ μετ' αμφιβολίας. Πλην ο Θεός δεν ήθελε· και την επαύριον κλειστός ο φούρνος και κατάκλειστον το σπίτι.

Ξανάνοιξε τα μάτια της και τα χείλια της, κι' είδε για ύστερη φορά τα παιδιά της και τους είπε τα πλειο υστερινά λόγια: — Η Ξενιτειά του Βασίλη μου με στέλλ' στον Κάτω Κόσμο πικρή- φαρμακωμένη. Χίλια φορτώματα ζάχαρη δε θα μπορούσαν να μου γλυκάνουν την καρδιά. Μώρχεται πως από την πίκρα της καρδιάς μου θα ξεφυτρώσουν από το μνήμα μου αλιφασκιές, σπλώνοι και πικραγγουριές.

Μόνον όταν έτρωγεν η αγαθή γραία, δεν ηδύνατο να κρύψη το παράπονόν της κ' επανελάμβανε: — Τώχ' το αίμα μας πλειο! Είχεν η θειά-Ζωίτσα και δύο θυγατέρας. Αυτό την εστενοχωρούσεν αρκετά.

Μόν’ ένας δεν εστέναξε, δε δάγκασε τα χείλια, Δε χτύπησε τα στήθια του μ’ απελπισιά και θλίψη, Μόνο της Χήρας το παιδί, μόνον ο Γυιός της Χήρας, Που κοίτονταν στη φυλακή, στα σίδηρα ριγμένος, Και τον κρατούσαν εκατό, τον φύλαγαν διακόσιοι, Γιατ’ είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Κι’ αμ’ άκουσε της Κορασιάς το ξακουστό τραγούδι, Πο την αγάπη την πολλή, πο τον πολύν τον πόθο, Τα δυνατά του έβαλε με την καρδιά του όλη, Έγεινεν εκατό φορές πλειο δυνατός ακόμα, Ετσάκισε τα σίδηρα, που είτανε ριγμένος, Ξεμόχλεψε της φυλακής της σιδερένιες θύρες, Πρόντησε τους φυλάκους του, σα λαφιασμένα γίδια, Που τρέχουν τα βουνόπλαγα λυκοκυνηγημένα, Και ρίχτηκε όξω λεύτερος, σαν άγριο λιοντάρι.... Σιάστηκε και στολίστηκε κι’ έβαλε τ’ άρματά του, Και κίνησε χαρούμενος και κίνησε τρεχάτος, Να πάη να βρη την Κορασιά, να βρη τη Ρηγοπούλα, Που γύρευε άξιον κι’ ώμορφο, γερόν και παλληκάρι, Να τον θελήση, γι’ άντρα της, γυναίκα να την πάρη.

Βάβω κι' αγγονιά, ενωμένες με την απεριόριστη αγάπη, που ενώνει τες βάβες προς τ' αγγόνια, και τ' αγγόνια προς τες βάβες, μ' ένα άγουρο μνήμα, που είχεν ανοιχτή στη μαύρη γη, και μια ψυχή, που περίμεναν και οι δύο μ' ανυπομονησία από την Ξενιτειά, καθισμένες εκεί παραστιάς η μια κοντά στην άλλη, σαν ονειροφάνταχτη συνέχεια της δημιουργίας της ανθρωπότητας, σχημάτιζαν ένα από τα πλειο συγκινητικά και τα πλειο ώμορφα συμπλέγματα, που μπορούσε να πλάση η φαντασία ενός καλού ζωγράφου.

Όταν εξημέρωσε, τρέχει αμέσως η Μιλάχρω κ' ευρίσκει την Θεια- Σταματίτσα. — Ήθελα πλειο, συμπεθέρα, να σας φέρω τ' Αϊβασιλιού, τον μπακλαβά. — Να τον φέρ'ς, συμπεθέρα, να τον φέρ'ς! Ακούς λέει! Ο Στεφανάκης ξεκάκιωσεν. Ήτο συνηθισμένη η Θεια-Σταματίτσα να τρώγη τα καλά της νύμφης γλυκύσματα, τρία χρόνια τώρα.