Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
Λοκμάδες η πρώτη, τηγανίτες η δεύτερη. Σε οκτώ ημέρας πάλιν του Αγίου Βασιλείου, βασιλόπητα η μία, βασιλόπητα η άλλη. Ήρχετο πάλιν η Λαμπρή, χαμαλιά εκείνη, μπακλαβά αυτή. Ήρχετο του Αγίου Αγαθονίκου, μπακλαβά η Σμαράγδω, μπακλαβά η Αφέντρα. Και δος του η Μπονώραινα η επιτηδεία τεχνίτις χαμαλιά, και δος του μπακλαβάδες.
Αργότερον ακόμη αι μητέρες, αποκτήσασαι καλή μοίρα το πολυάσχολον εκείνο της πενθεράς ύφος, φαιδραί ώστε να γελώσι σχεδόν, καμαρώνουσαι ώστε να βαδίζωσι σιγά σιγά, εκόμιζον από τους κλιβάνους πάλιν επί παμμεγίστων σινίων τους μπακλαβάδες, τα ευώδη χορταστικά εκείνα νησιωτικά γλυκύσματα, προωρισμένα «για τον γαμπρό», όστις εις όλα τα ταξείδια και εις όλας τας τρικυμίας ονειρεύεται αυτήν την ευφρόσυνον ημέραν, ότε, αρραβωνισμένος, να ευρεθή εις την νήσον του και να είπη ευχαριστημένος εις την γραίαν μητέρα του, δακρύουσαν εκ της χαράς: «φάγε, μάνα, μπακλαβά από την νύφη». Ολόκληρον το χωρίον ευρίσκετο εις αυτήν την ατελεύτητον προετοιμασίαν της εορτής, ότε νομίζει τις ότι όλα τα έχει και όλα λείπουν και μόνον ο πράκτωρ της ατμοπλοϊκής, υψηλός και ξηραγγινός τις διοπτροφόρος, αναιβοκαταίβαινεν εις την παραλίαν, διότι περιεμένετο το καθυστερήσαν ατμόπλοιον.
Από τινος οικίας ηκούσθη πάλιν πολύ αργά — ως εξεπίτηδες — ο στίχος του τραγουδιού του Αγίου Βασιλείου: «Κυρά μ' την θυγατέρα σου, κυρά μ' την ακριβή σου!...» ενώ εκ των παραθύρων, ανοιγομένων εν βία, εφώναξαν γυναίκες τίνες δυνατώτερα: — Αρί! Τον έδιωξε τον μπακλαβά, ο λοχεμένος! Όρθρος βαθύς. Μετ' ολίγον θα κρουσθώσι χαρμοσύνως οι γλυκείς του ναού κώδωνες, κηρύσσοντες τον Νέον Χρόνον.
— Να φουρνίσουμε! λέγει μία εξ αυτών. — Σας είπα, δεν κουλλώ! — Δε κουλλάς; Μ' τι κάνεις; — Ό,τ' κάνει ου δεσπότης οπ' βλογάει τα γένεια τ' πρώτα. Δε του ξέρετε αυτό: Απήντησεν η Μιλάχρω, διορθόνουσα την μανδήλαν της περί το πωγώνιον, ως εάν είχε πώγωνα. — Πάμε, αρί-σείς, εφώνησε τότε μία εν οργή. Έχει να φουρνίσ' του μπακλαβά του γαμπρού! — Έχου ζέρ'!
Μόνον ηκροάσθησαν, πριν κρούσωσι την θύραν. και ήκουσαν φωνήν ωργισμένου ανθρώπου: — Εσύ θα μου κάμης κουμάντο εδώ μέσα; — Καλά, παιδί μου, καλά! Απήντα φωνή άλλη πραεία. Και πάλιν εξηκολούθει η ωργισμένη φωνή: — Να καλαμώσης! Και μετά μικρόν: — Σου είπα καθαρά, δεν θέλω πλέον καμμιά σχέσι με την φουρνάρισσα. Ούτε τον μπακλαβά της, ούτε την πήττα της. Θα τα πετάξω 'ς τον βράχο.
Όταν εξημέρωσε, τρέχει αμέσως η Μιλάχρω κ' ευρίσκει την Θεια- Σταματίτσα. — Ήθελα πλειο, συμπεθέρα, να σας φέρω τ' Αϊβασιλιού, τον μπακλαβά. — Να τον φέρ'ς, συμπεθέρα, να τον φέρ'ς! Ακούς λέει! Ο Στεφανάκης ξεκάκιωσεν. Ήτο συνηθισμένη η Θεια-Σταματίτσα να τρώγη τα καλά της νύμφης γλυκύσματα, τρία χρόνια τώρα.
Και η ωραία κόρη κατήλθε τότε μετά προσοχής την σαθράν κλίμακα, κομίζουσα επί κεφαλής το μέγα σινίον του μπακλαβά, κατακκόκινη από τον κόπον. Και τι κόπον! Ήνοιξεν είκοσιν αραχνοϋφή φύλλα ζύμης, δέκα από κάτω και δέκα από 'πάνω μεταξύ των οποίων έθηκε, δεξιώς επιστρώσασα, το εκ καρύων και μέλιτος και αρωμάτων κράμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν