Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 22 Μαΐου 2025
Όσον καιρόν έβλεπεν από μακρυά το αποχαιρέτημα με το μαντίλι των δύο γερόντων επροσπαθούσεν η Μηλιά να κάμη θάρρος· όταν όμως έπαυσε να το βλέπη κ' εκείνο, αισθάνθηκε πρώτη φορά ότι ήτο μονάχη εις τον κόσμο^ την επήρε το παράπονο και άρχισαν πάλι τα μάτια της να τρέχουν. Επερπάτησεν όλην την ημέρα χωρίς να σταθή ούτε την πήττα της να δαγκάση.
— Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! — Κ' έπεσε το πεπόνι από τα χέρια της, κ' έγεινε σαν πήττα! Κ' έσιαξε το φακιόλι στο κεφάλι της, κ' επήρε τον δρόμο. Δηλαδή τα σπαρμένα και τ' άσπαρτα χωράφια κατ' ευθείαν για να φθάση όσον το δυνατόν γρηγορώτερα. Εγώ που την ήξευρα, την αφήκα να πάγη.
Μόνον ηκροάσθησαν, πριν κρούσωσι την θύραν. και ήκουσαν φωνήν ωργισμένου ανθρώπου: — Εσύ θα μου κάμης κουμάντο εδώ μέσα; — Καλά, παιδί μου, καλά! Απήντα φωνή άλλη πραεία. Και πάλιν εξηκολούθει η ωργισμένη φωνή: — Να καλαμώσης! Και μετά μικρόν: — Σου είπα καθαρά, δεν θέλω πλέον καμμιά σχέσι με την φουρνάρισσα. Ούτε τον μπακλαβά της, ούτε την πήττα της. Θα τα πετάξω 'ς τον βράχο.
Εσυλλογίστηκε τότες η Μηλιά να του δώση την πήττα της για να ησυχάση· του έδωκε και ο αφέντης του μια κλωτσιά κι τότε μόνον απεφάσισε το κακό ζώο να τον ακολουθήση, όχι όμως ευχαριστημένο, αλλ' εξακολουθώντας το γαύγισμα, ωσάν να έλεγεν εις τον κυνηγό, πως είνε εντροπή να τον γελούν κοτζά μου άνθρωπο τα κορίτσια.
Πέφτουν καταπάνω σ' ένα σώμα Βασιλικό ιππικό, πατείς με πατώ σε. Παίρνουν κατόπι από δίπλα ταριστερά της πεζούρας, τους κουβαριάζουν, και τους σπρώχνουν κατά το κέντρο. Ζουλήγουνται όλοι τους πήττα. Του κάκου φώναζαν οι αξιωματικοί· όλος ο στρατός κατάντησε φοβερή μάζα. Βλέποντας το Βασιλικό το ιππικό πως ελπίδα σωτηρίας δεν είχε, ξεκόβουν. Κατάλαβαν τότες οι πεζοί το τι κακό τους πρόσμενε.
— «Εσύ, Βασίλαινα να ζυμώ'ης καθάριο και να φκιά'ης πρόσφορα.. Να φκιά'ης και πήττα!... Τα παιδιά όλα τα προσέχω εγώ.. Σηκωθήτε όλοι και στες δουλειές σας! Έδωκε ο Θεός τη μέρα του.... τι περιμένετε»; — «Ξιουουουού!.. παλιόκοττες που να σας μάση ο μπούφος! μου λερώνετε την πρόκοβα! Ξιουουουού»!
Βγήκαν κ' οι λιγερές κ' οι γυναίκες στα πηγάδια, το πήραν απάνω τους τα παιδιά, ξανάναψαν οι φούρνοι, και μέσα στο ξεθάρρεμα του χωριού, αγροικιώνταν κάπου κ' η φωνή κανενός στρατιώτη: — Κότα πήττα, σταυρομάννα, θέλει η καρδούλα μου, κότα πήττα!... Μπήκαμε κ' εμείς στου κυρ πάρεδρου το σπίτι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν