United States or Angola ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Ευρώπη όλη δεν έχει να δείξη το ταίρι αυτού του σαλονιού, που είναι αληθινά βασιλικό. Αι άλλαι αίθουσαι του παλατιού μου δεν μπορούν να παραβληθούν προς αυτήν εδώ. Η άλλες είναι απλούστατα η τελευταία λέξι του συρμού, του μωρού συρμού, ενώ αυτό εδώ το παλάτι είναι κάτι καλύτερον παρά ο συρμός.

Τα κάλλη όμως που πρέπει να τανιστορή ο νους και πάντα να τα λατρεύη εδώ απάνω, είναι τα κάλλη της &Αρετής&, που σα δίδυμο αστέρι έλαμπε τότες μαζί με τη &Τέχνη& σ' αυτό το στερέωμα, και το πλημμύριζε δόξα. &Αρετή& έλεγαν τότες την παλικαριά και τη λεβεντιά. Στιγμή δεν περνούσε που να μην πατάη σ' αυτό το χώμα το βασιλικό της το πόδι.

Θα μου λείψης· όμως πρέπει να λάβης την ελευθερία σου. — Έτσι, έτσι. — Τρέχα στο βασιλικό καράβι, αόρατος καθώς είσαι: εκεί θάβρης τους ναύταις αποκοιμημένους αποκάτου από το κατάστρωμα· αφού ξυπνήσης τον καραβοκύρη και τον πλωρήτη, σπρώξε τους εδώ, κ' ευθύς, παρακαλώ σε. ΑΡΙΕΛ. Καταπίνω τον αέρα μπροστά μου, και θα είμαι γυρισμένος πριχού ο κτύπος του σφυγμού σου δευτερωθή.

Δυο λιοντάρια πέφτανε απάνω της και πολεμούσαν ποιο θα την πάρη. Έρριξε μια κραυγή και ξύπνησε: τα με γουναρικό στολισμένα γάντια έπεσαν ξαφνικά στο στήθος της. Με τη φωνή, σηκώνεται όρθιος ο Τριστάνος, θέλει να πάρη από χάμω το σπαθί του και στη θέσι του βλέπει το Βασιλικό σπαθί με τη χρυσή λαβή. Και η Βασίλισσα βλέπει στο δάχτυλό της το δαχτυλίδι του Μάρκου: «Άρχοντα, φωνάζει, δυστυχία μας!

Το παραμύθι του κουρέα που πήγε και φώναξε στα πηγάδια την ανακάλυψη των γαϊδουρινών αυτιών στο βασιλικό κεφάλι του Μήδα, ζωντάνευε δυνατό, χτυπητό, γεμάτο παράσταση μπροστά του. — Κανένα παραμύθι δε μπορεί νάναι ψεύτικο, συμπέρανε. Απολύτως κανένα παραμύθι.

Μα και περισσότεροι τη φτονούσαν. Γιατί στον τόπο της ο ήλιος έβγαινε μεγαλόδωρος σαν κανίσκι βασιλικό. Η μέρα γέλαε κ' η νύχτα μάγευε. Θάλασσα γεμάτη άρμενα, κάμποι μεστοί γεννήματα· κοπάδια στις πλάγιες, κορφές δασοντυμένες. Θεοί γεννιόνταν στις ακροποταμιές και στα ρυάκια λούζονταν νεράιδες.

Οι δασκάλοι του, που τον μάθαιναν γράμματα και βασιλικό φέρσιμο κι ανδρειότη, τον εσυνήθιζαν ταχτικά 'ςτά κυνήγια και τον έθρεφαν βολές βολές με καρδιές αρκουδιού και με πνεμμόνια από καπρί.

Στην αρχή το μάζεμα τω φόρων εκείνων τόπαιρναν απάνω τους οι Αρχόντοι κάθε χωριού. Κατόπι τους πλέρωναν οι μεγαλήτεροι χτηματίες ίσια στο βασιλικό ταμείο και για τα χτήματά τους και για τους ανθρώπους τους.

Και παρά λίγο να σκουντουφλήσουμε, — όχι σ' αυτήν εδώ την κοπέλλα, που ίσως προσμένει ένα γλυκό σου χαιρέτισμα, και δίχως να το συλλογιέται, σε προσκαλεί να της δώσης έναν αληθινόν πατριώτη, έναν ήρωα που ν' ακολουθήση το βασιλικό μας Λεβέντη στην εκστρατεία του! Μόνο πήγαμε να σκουντουφλήσουμε απάνω σ' εκείνον με τον αψηλό τον κολλάρο, που χωρατά δε σηκώνει. Γιατί είναι &Μεγάλος νους&.

Αφτός λοιπόν του Έχτορα του λέει μπροστά στους Τρώες «Έχτορα, ναι! η ατρόμητη μου λέει καρδιά μου εμένα πέρα να πάω ατά μελανά καράβια και να μάθω. 320 Μον σήκωσε έλα το ραβδί, κι' ορκίσου μου στο Δία πως χαλκοπλούμιστη άμαξα θα μου χαρίσεις κι' άτια, αφτά που παν στον πόλεμο τον ξακουστό Αχιλέα, κι' εγώ άκαρπος κατάσκοπος δε θα φανώ σου ή ψέφτης· γιατί ίσα τόσο ως το στρατό θα σύρω, όσο να φτάσω 325 το πλοίο το βασιλικό, που εκεί οι αρχόντοι τώρα θάχουν βουλή αν θα μείνουνε ή κάλια να μισέψουν