United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πλιάτσικα με τους σωρούς μαζέψαμε οχ τον κάμπο, πενήντα βοϊδοκόπαδα, προβάτων άλλα τόσα, πενήντα χοίρων, και γιδιών πλατιά κοπάδια ως τόσα, και γλήγορα άλογα ξανθά ως εκατόν πενήντα, 680 όλα φοράδες πούθρεφαν πολλές τους και πουλάρια. Και μες σε μια νυχτιά όλα αφτά τα πήγαμε στην Πύλο ως στο καστρί. Αναγάλλιασε μέσα ο Νηλιάς στα στήθια πούμουνα τόσο τυχερός μόλις σε μάχη βγήκα.

Αν είνε αλλοιώς, συμπάθα με. Τον είχα πάρει, που λες, με το μπρίκι μου. Πήγαμε να φορτώσωμε πυρήνα στο Βώλο. Καλός γεμιτζής ο Αγγελής και γερό παλληκάρι Σε κείνο το ταξίδι ωστόσο έγινε άλλος άνθρωπος. Η δουλειά του δουλειά, δε σου λέω! Μα ούτε να φάη, ούτε να πιή, ούτε να κοιμηθή μαθές. Ζαρωμένος στην πλώρη, κοντά στο τσιμπούκι, αγνάντευε το πέλαγο σα χαζός.

Κι όχι πως πειράζει σ' αυτή την περιγραφή, μα έρχεται, βλέπεις, κατόπι η ιστορία, κ' επειδή μου περνάει υποψία πως μπορεί να τα γράψης, και γράφοντάς τα να παραχώσης και μερικά που εγώ δεν τα είπα, κάλλιο να μείνουν τα κατατόπια δίχως ονόματα. Μείναμε σύφωνοι και σε τούτο, και πήγε ο φίλος ομπρός. — Το χωριό λοιπόν που πήγαμε και κατασταλάξαμε βράδυ βράδυ, θα σου το βαφτίσω Παραμυθιά.

Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Τι άλλο είταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά! Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χωριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλλίτερα ο νους σου να σε φέρνη εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες!

Όταν χωρίζωνται οι άνθρωποι πρέπει να είναι εύθυμοι. Τα κλάματα φέρνουν γρουσουζιά! Γεια σου, Τάσσο! ΦΛΕΡΗΣΛέλα, Λέλα. Μη φεύγης, Λέλα. Έφυγε, πάει. Εσύ, Δώρα; Τόσο γλίγωρα; Πώς; Δεν πήγατε με τη βάρκα; ΔΩΡΑ — Ω, ναι, μπαμπά μου. Πήγαμε. Ο κύριος Νίκος ήτο τόσο καλός . . . Όμως έπεσε ο μπάτης και γυρίσαμε μπρος πίσω. ΦΛΕΡΗΣΓι' αυτό φαίνεσαι τόσο λυπημένη; Έλα κοντά μου. Δε χάθηκε ο κόσμος.

Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε... Μα όπου είναι μια μερική προαίρεσις καλή, κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι, και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια... Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς, και με θαύμα ακόμα, τι νομίζεις, Πανάγο; Έπειτα, πώς θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρό, αφού άλλες φορές έκαμε, κι ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;

Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβεν ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι, που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε... φέτος που είναι βαρύς... Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς είχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις ό,τι είχε να είπη.

Πραγματικώς δε οι ξαδέρφοι ήσαν κυνηγοί· και σαν άκουσαν πως μάρεσε το κυνήγι, μούπαν πως είχαν καλούς σκύλους κένα τουφέκι ελαφρό κατάλληλο για μένα να πηγαίνω μαζή των. Μια μέρα ξεκουραστήκαμε κέπειτα πήγαμε στην Καλυβιανή. Δυστυχώς δεν ήτο, φαίνεται, εποχή κατάλληλη για θαύματα. Οι προσκυνητές κοι άρρωστοι ήσαν λίγοι. Κήκουσα πολλές ιστορίες θαυμάτων, αλλά θαύμα δεν είδα.

Κι' ενώ δακρολογούσε, 360 τον χάιδεψε έτσι τρυφερά και τούπε αγαπημένα «Τι κλαις, παιδί μου; τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; Πες το, να ξέρουμε κι' οι διο, και μυστικό μην τόχειςΤότες με βαριοστεναγμούς της είπε ο Αχιλέας «Ξέρειςτι να σ' τα λέω αφτά; — και τάχα δεν τα ξέρεις; 365 Πέρα στη Θήβα πήγαμε, στ' Αητιού την πολιτεία, που την κουρσέψαμε, κι' εδώ το φέραμε το πράμα.