United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακόμα μια φορά γύρισε κείνη που έρριχνε φως ιερό στην καθημερινή ζωή μας. Τα παιδιά μας τη χαρήκανε, όταν γυρίσαμε, κι ο μικρός Σβεν ανέβηκε στην αγκαλιά της μαμάς, στρυμώχτηκε σιμά της κ' είτανε τόσο ευτυχισμένος. — Βλέπεις, δεν έφυγες από το μαϊμουδάκι, είπε. Είχε τόσο θριαμβευτική έκφραση, σα να πίστευε πως χάρη του έγινε καλά η μαμά.

Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κ' έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμτο το κεφάλαιο.

Με διέταξε να την ακολουθήσω σε διάφορα μαγαζιά, και όταν το ζεμπίλι μου γέμισε τελείως, γυρίσαμε σε αυτό το σπίτι, όπου είχατε την καλοσύνη να μου επιτρέψετε να παραμείνω, πράγμα για το οποίο θα σας είμαι αιώνια ευγνώμων. Αυτή είναι η ιστορία μου. Κοίταξε ανήσυχα την Ζωηδία, η οποία κούνησε το κεφάλι της και είπε, «Μπορείς να φύγεις· κοίταξε να μην ξανασυναντηθούμε

Έκλαιγε στο κρεββάτι της που σ’ αυτό πάνω διπλό κακό της έμελλε δυστυχισμένη άνδρα από άνδρα και παιδί να κάμη εκείνη από το ίδιο της παιδί. Και δεν γνωρίζω πώς έπειτα σκοτώθηκεν η Ιοκάστη. Γιατί με βίαν ώρμησεν ο βασιλέας, κι έτσι δεν μας εδόθηκε καιρός να ιδούμε τη συμφοράν οπού ’βρηκε τη δέσποινά μας. Γυρίσαμε το βασιλιά να ιδούμε Οιδίπουν. Ωσάν τρελλός ώρμαε αυτός μεσ’ στο παλάτι° έτρεχε.

Σαν έδωκε, ο θεός και γυρίσαμε μπρος-πίσω. ΦΛΕΡΗΣΒγάζοντας το κλειδί. Ησυχία δεν έχεις! Να. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑυτό γυρεύω κ' εγώ. Την ησυχία. Να ησυχάσω. Καιρός είναι να ησυχάσωμε. Ποιος σούπε να μη παντρευτής, γέροντά μου. Τώρα θάχες τη γρηούλα σου να σου λέη παραμύθια το βράδυ .. . Ποιος σου φταίει; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΓιατί δεν παντρεύτηκα, είπες εξοχώτατε. Ένας λόγος είναι κ' η παντρειά.

Λογαριάζεις με την αγάπη!...» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα. Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του. — Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά.

Τώρ' αρχίσαμε στην Αγγλία να υφαίνουμε χαλιά που μπορεί να λέγωνται χαλιά, γιατί γυρίσαμε στη μέθοδο και το πνεύμα της Ανατολής. Οι βελέντσες και τα χαλιά μας προ είκοσι χρόνων με τις σοβαρές μελαγχολικές αλήθειες τους, τη μάταιη λατρεία της Φύσεως, τις ταπεινές αναπαραστάσεις ορατών αντικειμένων κατάντησαν και για τους Φιλισταίους ακόμα πηγή για γέλια.

Καλά που ήλθατε, είπε την τελευταίαν στιγμήν η έξω πρότερον αναμένουσα. Μου είπανε πωςτην Κεχρεά μας τα μαζώξανε τα φύλλα. — Αύριο πρωί-πρωί θα πάμε όλοι· απήντησεν η ηλικιωμένη γυνή. — Σου φέραμε κάτι φύλλα, Φανιώ, είπεν η μεγαλειτέρα των νεανίδων, που το καματερό μας θα βρη τη χαρά του. Να ιδής μεγάλα και τρυφερά. Γυρίσαμε όλη τη Γλώσσα.

Αλλά όπου γυρίσαμε πίσω στη Φύση και τη Ζωή τα έργα μας γίνηκαν πρόστυχα, ρουτινιέρικα και δίχως κανένα ενδιαφέρον. Η νεώτερη ταπητουργία με τις επιδράσεις της από τον αέρα, την επιμελημένη προοπτική της, τις πλατειές της εκτάσεις περιττού ουρανού, τον πιστό και φροντισμένο ρεαλισμό της δεν έχει καμμιάν ομορφιά. Τα εικονογραφημένα υελουργήματα της Γερμανίας είναι συχαμερά.

Κ' ενώ γυρίσαμε τη σκέψη μας στους ανθρώπους αυτούς, που πρωτήτερα τους θεωρούσαμε μόνο σαν αναγκαίο συμπλήρωμα της δικής μας χαράς, άνοιξε η πόρτα του σπιτιού και στη λάμψη του ηλιού, που έπεφτε στη σκάλα, παρουσιάστηκε μια καμπουριασμένη γειτόνισσα και μας κοίταξε μ' ένα χαμόγελο, που έδειχνε πως μας γνώρισε.