United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


»το στρώμ' ακόμη το ζεστό του αντρός της και να φεύγη». Είπε' κ' εγώ ευκολόπιστη τον έπιασ' απ' το χέρι κι αγάλια τον επλάγιασα στο μαλακό μου στρώμα· κι άρχισαν να μαλάζωνται μαζί τα δυο κορμιά μας και τα ζεστά μας πρόσωπα ν' ανάβουν, να κορώνουν· κ' εψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας. Και να μη σ' τα πολυλογώ, Σελήνη αγαπημένη, τα πιο μεγάλα εκάναμε κ' ήρθαμ' οι δυο σε πόθο.

Άνοιξε το στόμα της κεράς κ' έπεσαν βροχή πολίτικα λόγια, που τάκουγα κ' έλεγα, τι θάλεγε ανίσως κι άκουγε τις δικές μας τις χωριανές να μιλούνε! Παρακάτω στα λόγια δεν πήγαινε μήτε η μικρή. Και να μην τα πολυλογώ, σε κείνη τη συντροφιά εγώ είμουνα το κορίτσι.

Γάλα όμως πρόβειο και μυζήθρες και καρύδια και κάστανα και γουρουνάκια κι αυγά, σου τα δίνουν οι Κρητικοί με την παλληκαρήσια καρδιά τους, και το χαίρουνται ολόψυχα σαν τα καλοδέχεσαι. Να μη σου τα πολυλογώ, τα ταιριάξαμε με τα δυο ταδέρφια, και τους πήρα μαζί μου στο ταξίδι.

Εγώ λοιπόν βέβαια, είπεν ο Κέβης, ήθελον ακούσει με ευχαρίστησιν ποίαν γνώμην έχεις περί αυτών των πραγμάτων. Εγώ τουλάχιστον δεν φρονώ, είπεν ο Σωκράτης, ότι, εάν κανείς ακούση τώρα, και κωμωδοποιός εάν είναι, όσα λέγω, ήθελεν είπει ότι πολυλογώ και ότι δεν ομιλώ διά πράγματα, τα οποία μας αποβλέπουν.

Λογαριάζεις με την αγάπη!...» Λες και ήτανε προφήτης. Όπως τώπε κέγινε. Σα γυρίσαμε μ' ένα μήνα στην πατρίδα, μάθαμε τα μαντάτα με το νι και με το σίγμα. Πήρε λίγο ανάσσα ο Μιχαληός ο Μακαράς, έστρηψε κ' ένα τσιγάρο και ξανάρχισε, βγάζοντας δυο σύννεφα απ' τα ρουθούνια του. — Να μη στα πολυλογώ, σα γύρισε στην πατρίδα με το βαπόρι, μια και δυο στου παπά.

Την αυγήν ευθύς με έλουσαν εις το λουτρόν και με άλλαξαν με νέα φορέματα και επεράσαμεν όλην εκείνην την ημέραν εις ξεφαντώσεις· και πάλιν το βράδυ έλαβα άλλην εις το κρεββάτι μου και διά να μη πολυλογώ, επέρασεν ένας ολόκληρος χρόνος, που έκαμα αυτήν την τρυφηλήν και ξεφαντωτικήν ζωήν με εκείνες τες ευμορφότατες γυναίκες και κάθε βράδυ είχα μίαν εις το κρεββάτι μου.

Να μη σου τα πολυλογώ, ανέβηκα έτσι, επήδησα έξω και ήλθα• ευρήκα δε την πόρτα της αυλής καλά κλεισμένη. Ήσαν μεσάνυκτα. Λοιπόν δεν εκτύπησα, αλλ' ανεσήκωσα σιγά σιγά την πόρτα κ' εγύρισα τον στρόφιγγα, όπως είχα κάμη και άλλοτε, κι' εμπήκα χωρίς να κάνω θόρυβο. Μέσα εκοιμούντο όλοι κι' εγώ επροχώρησα τοίχο-τοίχο κ' έφθασα στο κρεββάτι. ΙΟΕΣ. Ω Δήμητρα, τι θα πη; Με πνίγει η αγωνία.

Μα τι να κάθωμαι τώρα να σου τα πολυλογώ και να σου τα αναφέρω όλα; αλλά όταν τέλος εφθάσαμεν εις την τέχνην του βασιλεύειν, και εξετάζαμεν, αν είναι αυτή που παρέχει και εξασφαλίζει την ευδαιμονίαν εις τους ανθρώπους, τότε δα είναι που είδαμεν πως επέσαμεν εις λαβύρινθον και, ενώ ενομίζαμεν πως ευρισκόμεθα εις το τέλος, αναγκασθήκαμε να γυρίσωμεν εις τα βήματά μας και να ευρεθώμεν εις την αρχήν των ερευνών μας, τόσον σοφοί, όσον ήμεθα και ότε επελήφθημεν το πρώτον της συζητήσεως.

Ψάχνω, βρίσκω τάρθρο, το ξαναδιαβάζω, και τι βλέπω; Μια σημείωση δική μουόπως συνηθίζουμε στη Revue Critique, ύστερις από τους επαίνους, να δείχνουμε κ' ένα δυο ψεγαδάκια. Μα τι να σας τα πολυλογώ; Ιδού κ' η σημειωσούλα·