Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025
Όταν δε είδα ότι το πράγμα επετύγχανε, έγινα τολμηρότερος εις τας δοκιμάς μου• ανέβηκα εις την Ακρόπολιν και ερρίφθηκα κάτω από τον κρημνόν προς το θέατρον του Διονύσου• επέταξα χωρίς κίνδυνον, και τότε ήρχισα να έχω μεγαλειτέρας φιλοδοξίας.
Και μια στιγμή κατόπι συλλογίστηκα: «Ίσως ίσια ίσια αυτό να είναι σημάδι πως τελειώσανε όλα. Θα στοχαστήκανε πως δεν πρέπει να ταραχτώ εδώ μπροστά σε ξένα μάτια». Μα και μ' αυτή τη σκέψη φύλαξα την ίδια παράξενη απάθεια. Άρχισα να βαδίζω αργά προς το σπίτι κι ανέβηκα με δυσκολία το λόφο. Νόμιζα πως τη βλέπω ακόμα στο παράθυρο, όπως την είδα όταν πρωτοσηκώθηκε από την αρρώστεια της.
Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.
Όθεν αφιέρωσα όλας μου τας ελπίδας εις τον μέγαν Προφήτην διά να με παρηγορήση και ανέβηκα εις υψηλόν δένδρον μήπως και διακρίνω κανένα πράγμα που να μου δώση καμμίαν ελπίδα.
Αυτά 'πα και όλ' υπάκουσαν και τότε ως προς την Σκύλλα, την αναπόφευκτη πληγή, λόγο 'ς αυτούς δεν είπα, μη φοβηθούν οι σύντροφοι, και απ' την κουπηλασία παύσουν, και μέσα μου ριχθούν 'ς του καραβιού τα βάθη. 225 τότ' άφησα το βαρετό παράγγελμα της Κίρκης, 'που να μη ζωσθώ τ' άρματα πολύ μώχε συστήσει, και την καλή μου αρματωσιά φόρεσα, και δυο λόγχαις μακρυαίς 'ς τα χέρια σφίγγοντας ανέβηκα εις την πλώρη, ότι απ' αυτού να πρωτοϊδώ θαρρούσα εγώ την Σκύλλα, 230 πετροθεριό, 'που μώφερνε καταστροφή των φίλων. και αυτήν να ιδώ δεν δύνουμουν• τα μάτια μου αποκάμαν ολόγυρα εξετάζοντας την σκοτεινώδη πέτρα.
Όχι, ω κυρία μου, της είπα, εγώ είμαι ένας απλούς άνθρωπος, και ημπορώ να σε βεβαιώσω πως ήλθα εδώ χωρίς κανένα εμπόδιον· η πόρτα του Καστελλιού άνοιξεν ευθύς που της έγγιξα τα κλειδιά· ανέβηκα έως εδώ χωρίς κανείς να μου εναντιωθή, άλλον κόπον δεν έκαμα, παρά διά να σε εξυπνήσω. Δεν ημπορώ να καταπεισθώ εις αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη η κυρία.
Να μη μας άκουσε κανένας απ' έξω! «Ο καημένος ο Μετζίτης, ο Θεός να τον πολυχρονάη, καλός είναι, κι όλους μας αγαπάει· παιδιά του είμαστε. Γιατί να τον κακοκαρδίζουμε έτσι;» Τάκουσα αυτά με τ' αυτιά μου, από το Σιορ Θοδωράκη. Άνω κάτω έγιναν όλοι τους. Σηκωθήκανε μισοφαγωμένοι, και πήγανε στα κρεββάτια τους. Ανέβηκα στον ηλιακό, και κάθισα μοναχός μου.
Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος το λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό ήτον κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα από μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην πέτραν.
Είπα, κ' εκείνη ωρκίσθηκεν όπως εγώ ζητούσα. 345 και αφού τον όρκον ώμοσε και αυτόν επρόφερ' όλον, 'ς της Κίρκης τότε ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη.
Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις, και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180 και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν, εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης, υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185 κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν. άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους, αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιά 'ς τον νου του. τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190 ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης, 'που υψόνεται ολομόναχη 'ς την μέση απ' άλλα όρη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν