Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Μα ο Ζευς δεν εσυγχώρησε αυτήν μου την αγρίαν εκδίκησιν και μ' έστειλε εδώ να γίνω δούλος ενός θνητού. Τότε κ' εγώ ήλθα σ' αυτόν τον τόπο και του ανθρώπου έβοσκα τα βώδια, και το σπίτι ως σήμερα επροστάτευα από κάθε δυστυχία. Γιατί εγώ ο δίκαιος, άνθρωπο δίκαιον ηύρα τον γιό του Φέρητος. Εγώ τον έσωσα απ' τον Άδη, αφού της Μοίρες γέλασα.

Εγώ εις εκείνο το αναμεταξύ, που ο βασιλεύς ευρίσκονταν μαζί με τον Αλή, ήλθα εις περιέργειαν διά να ιδώ τον βασιλέα, και απεφάσισα να έμβω εκεί που αυτός ωμιλούσε με τον Αλή. Εμβήκα λοιπόν ωσάν θυγατέρα του ζωγράφου, μην υποπτεύοντας κανένα εναντίον· μα εγελάσθηκα. Ο βασιλεύς ευθύς που με είδεν ετρώθη από τον έρωτα διά εμένα, το οποίον καταλαμβάνοντας το ετραβήχθηκα από εκεί.

— Α! Τότε το σπίτι σας είναι εις Τρανστιβέρην; . . . . Ολίγον χρόνον είμαι εις Ρώμην και συγχέω τας ονομασίας των διαφόρων συνοικιών. Μάλιστα, φίλε μου, ήλθα μέχρι της θύρας σας, και εκεί, εν ονόματι της αρετής, εξώρκισα τον Βινίκιον να μη εισέλθη.

Η Αϊμά διετέλει εν αμηχανία, σκεπτομένη τι ηδύνατο να παραγγείλη χωρίς ναναγνώση την επιστολήν. — Περίμενε, σε παρακαλώ, μίαν στιγμήν, είπε. — Θα μ' εύρουν εδώ, και θα την έχω κακά. Κρυφά ήλθα. Η Αϊμά προσεπάθει εις μάτην να συλλαβίση τα γράμματα. Μία των λίαν μεμακρυσμένων και τεθαμμένων εν τη μνήμη αναμνήσεών της ήτο και αύτη. Ενεθυμείτο ότι είχε διδαχθή ανάγνωσιν, εν βρεφική σχεδόν ηλικία.

86. » Εγώ δε ήλθα, όχι διά να κακοποιήσω, αλλά διά να ελευθερώσω τους Έλληνας, υποχρεώσας δι' όρκων μεγίστων τους άρχοντας των Λακεδαιμονίων να αφήσουν αυτονόμους όσους εγώ θα έφερα ως συμμάχους και προς τούτοις να μη σας θεωρούν ως συμμάχους προσληφθέντας διά της βίας ή της απάτης, αλλά να σας βοηθήσουν κατά των Αθηναίων, οι οποίοι σας υπεδούλωσαν.

Τότε λοιπόν τι είσαι εδώ; — Διά να φυλάγω την πόρτα. — Και είνε μοναχός ο αυθέντης σου; — ΌχιΕίνε και άλλοι; — Πολλοί. — Ποιος και ποιος; — Δεν τους γνωρίζω. — Θα πάγης όμως να του πης... — Εγώ; — Θα πης ότι ήλθα διά σπουδαίαν υπόθεσιν. — Όχι δα. — Και έχω ανάγκην να του μιλήσω. — Δεν γίνεται. — Σου λέγω, είμαι σταλμένος. — Ας πα να είσαι. — Δεν το κουνάς, βλέπω.

Και εγώ, σαν να ήλθα πάλιν εις τον εαυτόν μου, — Ολίγο έλειψε, του είπα, Κλεινία, να γίνωμεν και οι δύο καταγέλαστοι εμπρός εις αυτούς τους ξένους. — Πώς αυτό; με ηρώτησε. — Διότι ενώ ήδη έχομεν αναφέρη ανωτέρω μεταξύ των αγαθών την ευτυχίαν, εκάμαμεν τώρα πάλιν λόγον περί αυτής. — Και τι έχει να κάμη αυτό; — Είναι γελοίον να επανέρχεται κανείς εις εκείνο, που έχει ήδη είπη, και να επαναλαμβάνη δύο φορές τα ίδια πράγματα. — Τι θέλεις να είπης; — Η σοφία, του απήντησα, είναι δίχως άλλο η ευτυχία· κ' ένα παιδί μπορεί να το καταλάβη αυτό.

Όταν κατ' αρχάς ήλθα εις την Μακεδονίαν, εσκεπτόμην πώς να πραγματοποιήσω τον πόθον τον οποίον είχα, να καταστήσω γνωστά εις όσον το δυνατόν περισσοτέρους Μακεδόνας τα έργα μου.

ΦΙΛ. Και όπως οι Φοίνικες, υπελόγιζες τον δρόμον σου από την κίνησιν των άστρων; ΜΕΝ. Όχι, αλλ' εις αυτά τα άστρα εταξείδευσα. ΦΙΛ. Διάβολε, πολύ μακρόν όνειρον θα είδες, αφού ελησμόνησες και εκοιμήθης ολοκλήρους παρασάγγας. ΜΕΝ. Σου φαίνεται ότι διηγούμαι όνειρον, ενώ εγώ προ ολίγου ήλθα από τα ανάκτορα του Διός. ΦΙΛ. Πώς είπες; Συ ο Μένιππος μας έπεσες από τον ουρανόν;

Ωραία Φαρουχνάζ, άρχισεν εκείνος να λέγη, οπόταν έφθασα εις το παλάτι, ηύρα ανοικτήν την πόρταν, και εμπαίνοντας μέσα δεν είδα κανένα, μοναχά ήκουσα μίαν φωνήν παραπονετικήν, που έβγαινεν από ένα μέρος. Ακολούθησα την φωνήν, και ήλθα και εμπήκα εις ένα χοντζερέ.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν