Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Εγώ όμως ήλθα χωρίς να ξέρω τίποτε, ο Οιδίπους, λύω το αίνιγμα και την τρομερή την σφίγγα φθείρω. Από τον θρόνο ωρκίσθηκες ν’ απομακρύνης εμέ, σιμά στον Κρέοντα να βασιλεύης. Μου φαίνεται πως κλαίοντας και οι δύο τας Θήβας θ’ αφήσετε° το μίασμα μαζί θα φύγη. Τα γερατειά αν δε σεβόμουν θα ’βλεπες ποία ανταμοιβή θα λάβαινες στους λογισμούς σου.

Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο. — Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου . . . Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την θλίψιν του έμπροσθέν της.

Τη είπεν όμως με φωνήν τρέμουσαν·Δεν φέρεσαι καλά, κυρά· εγώ ήλθα να σε παρακαλέσω δι' ένα μικρόν πράγμα, καθώς ενόμιζα, και συ το έκαμες βουνόν. Ας είνε, εγώ θα παραπονεθώ και εις τον άνδρα σου ακόμη, και ελπίζω εκείνος να φερθή διακριτικώτερα. — Φεύγ' απ' εδώ, έγρυξεν η χωρική. Η Αϊμά εξήλθεν εκ της μικράς επαύλεως αιδήμων και τεταραγμένη.

Εγώ ήλθα την σύντομον οδόν, είπεν ο Ρούντυ. «Ήλθα επάνω από τα βουνά· καμμιά οδός δεν είναι τόσον υψηλά, που να μην ημπορή κανείς να την διαβή.» — Αλλά και να σπάση και τον λαιμόν! είπεν ο μυλωθρός. «Και σεις μου φαίνεσθε ακριβώς 'σάν να εσπάσατε επί τέλους τον λαιμόν σας. Είσθε πολύ ριψοκίνδυνος!» — Ω! δεν πέφτει κάτω κανείς, εάν δεν το σκεφθή, είπεν ο Ρούντυ.

Ο πατήρ μου που ηξεύρει πως έχεις ένα θησαυρόν κρυμμένον, ηθέλησε να μεταχειρισθη εμένα διά να ξανοίξω τον τόπον που είνε· με επρόσταξε στανικώς διά να πασχίσω με κάθε λογής τρόπον, θυσιάζοντάς την τιμήν μου, αν κάμη χρεία, να σε κάμω να μου τον φανερώσης· εγώ του εναντιώθηκα εις τούτην την άνομον προσταγήν, μα χωρίς να κατορθώσω τίποτε, επειδή και αυτός μου είπεν αποφασιστικώς πως θέλει με φονεύσει με τας χείρας του, αν δεν ήθελα τον υπακούσει· και ούτω βιαζομένη ήλθα εις τούτον τον τόπον εις εσένα, να σου ομολογήσω πως το κάνω με μεγάλον πόνον.

Αυτός ο γέρος, αφού κάθησε κοντά τους, έτσι τους μίλησε: — Εγώ παιδιά μου, είμαι ο γέρο Φιλητάς, που πολλά τραγούδια τραγούδησα σ' αυτές εδώ τις Νύμφες και πολλές φορές για χάρη εκείνου εκεί του Πάνα έπαιξα το σουραύλι· κι ωδήγησα μεγάλο κοπάδι βοϊδιών μονάχα με τη μουσική. Κ' ήλθα τώρα να σας φανερώσω όσα είδα και να σας ειπώ όσα άκουσα.

Ω πόλις των Θηβαίων, καύχημα της Ασιατικής γης, από την οποίαν ήλθα άλλοτε με πολύχρυσα στολίδια εις τα ανάκτορα του βασιλέως Πριάμου, ως σύζυγος δοθείσα εις τον Έκτορα. Εις εκείνον τον καιρόν όλοι εζήλευαν την Ανδρομάχην, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε θα γεννηθή ποτέ γυναίκα δυστυχεστέρα από εμέ.

Πολύ καλά έκαμες, του είπα, φίλτατε Εμπεδοκλή, και όταν μετ' ολίγον θα πετάξω πάλιν οπίσω εις την Ελλάδα, θα σου κάμω σπονδάς εις την καπνοδόχην μου και κατά την πρώτην του μηνός θα προσεύχωμαι ανοίγων τρεις φορές το στόμα προς την σελήνην. Μα τον Ενδυμίονα, είπεν ο Εμπεδοκλής, δεν ήλθα χάριν της αμοιβής, αλλά σ' ελυπήθη η ψυχή μου όταν σε είδα στενοχωρημένον.

Ο αρχιευνούχος υπήκουσε, και με έφερεν εδώ που με βλέπεις, ο οποίος είνε ο πλέον πλουσιώτερος χοντζερές που έχει. Και ευθύς που ήλθα εδώ πολλές σκλάβες μου έφεραν πλούσια φορέματα, και άλλα διάφορα αναγκαία στολίδια. Όλες αυτές μου είπαν πως ο βασιλεύς τες έστειλε διά να με δουλεύσουν μετά μεγάλης επιμελείας· ύστερα από αυτές ήλθε και ο βασιλεύς διά να με εύρη.

Αυτά τωόντι λέγονται, είπα, και τώρα μετανοώ διότι ήλθα εδώ χωρίς προηγουμένως να βγάλω τα μάτια μου και να τα αντικαταστήσω με οφθαλμούς αετού. Τώρα ήλθα χωρίς να είμαι καθ' όλα βασιλικώς παρασκευασμένος, αλλ' ομοιάζω με τους νόθους εκείνους και αμφιβόλου γνησιότητος αετούς.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν