Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Με συμπάθειο• στα χωράφια εσυνήθισα να μένω• μα τι πράμα τάχα έχεις, όπως λες, απορριγμένο; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Εις τους μαθητάς μονάχα επιτρέπεται να ειπώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Καλέ πες το και 'ς εμένα, γιατί ήλθα με σκοπό μαθητής κ' εγώ να γίνω μέσ' στο φροντιστήριο. Ο ΜΑΘΗΤΗΣ θα 'ς το ειπώ, μα να το ξέρης• είν' αυτό μυστήριο.
ΙΩΝ Τότε με γέννησες εμέ. ΞΟΥΘΟΣ Και σ' εύρε η τύχη, γυιέ μου. ΙΩΝ Πώς ήλθα στο ναό αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Θα σ' άφησεν η κόρη. ΙΩΝ Δούλος για αυτό δεν έγινα. ΞΟΥΘΟΣ Τώρα λοιπόν, παιδί μου δέξου με για πατέρα σου. ΙΩΝ Δεν πρέπει ν' απιστήσω στο λόγο που είπεν ο θεός. ΞΟΥΘΟΣ Πολύ καλά το εσκέφθης. ΙΩΝ Τι άλλο ήθελα απ' αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Το πράμα τώρα βλέπεις όπως σου πρέπει να το ιδής.
Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250 κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του, ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη• και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια, και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη, πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255 «Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη, απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα, τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260 όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις, τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου, και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη• ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265 εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν• καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου, και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι• μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270 και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο, και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων, και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας 'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν, ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275 αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου, κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν• κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα• λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα• για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280 αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι• εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο• από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι, αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν, κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».
ΜΙΚ. Μετά το δείπνον ήλθα και αμέσως έπεσα να κοιμηθώ, αφού σου έρριψα τα κουκιά, και σε λιγάκι με επεσκέφθη θείον όνειρον, ως λέγει ο Όμηρος....
Τώρα λοιπόν, διότι ηξεύρεις εκείνο, το οποίον ήλθα να σου αναγγείλω, χαίρε και προσπάθησον να υποφέρης όσον το δυνατόν γενναιότερον εκείνο, το οποίον δεν ημπορείς ν' αποφύγης. Και συγχρόνως, αφ' ού εδάκρυσεν, εγύρισεν από το άλλο μέρος και ανεχώρει.
Είχεν ήθος σοβαρόν και ψυχρότατον· η παρουσία της μόνη προυξένει παγετόν εν καιρώ φθινοπώρου. — Τι θέλεις εδώ; είπε προς την Σιξτίναν ευθύς ως εισήλθεν. — Ήλθα να υπηρετήσω την ξένην, απήντησε τρέμουσα η μοναχή. — Τέτοια ώρα; Μεσάνυκτα; — Είνε μεσάνυκτα; είπεν αυτομάτως η Σιξτίνα, αγνοούσα πράγματι τι ώρα ήτο. — Λοιπόν τέτοια ώρα κάμνεις τας επισκέψεις σου; επανέλαβεν αγερώχως η ηγουμένη.
Η γυναίκα μου εκάθητο υποκάτω απ' αυτό επάνω εις ένα ξύλινο καθισμα και έπλεκεν, όταν εγώ προ είκοσι επτά ετών πτωχός σπουδαστής πρώτην φοράν ήλθα εδώ εις την αυλήν. — Η Καρολίνα ερώτησε περί της θυγατρός του· είπαν πως επήγε με τον κ.
— Και... ενθυμούμαι και ένα πέλαγο οπού αρμένισα, προτού να ευρεθώ εκεί. — Να, οπού δεν ήσουν πάντοτε εις αυτήν την χώραν. Διά να αρμενίσης πέλαγο, θα πη ότι ήλθες απ' αλλού ... — Βέβαια, είπεν η Αϊμά μειδιάσασα. Απ' αλλού θα ήλθα. — Και αφού απ' αλλού ήλθες, θα ήλθες από την Ρόδον. — Πώς το ειξεύρεις αυτό; παρετήρησεν η Αϊμά. Ειμπορεί να ήλθα από άλλο μέρος και όχι από την Ρόδον.
Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485 «'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία, ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου. αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας• ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490 σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30 «Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν