United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θυμούμαι μια φορά που ήρθε να μου κάνη βίζιτα στη Βιχτώριαεκεί κατέβηκακι άλλη μια φορά που πήγα σπίτι του, στο γραφείο του κάτω· και τις δυο φορές καθήσαμε πολλή ώρα μαζί και μιλήσαμε κάμποσο, για πολλά πράματα, εννοείται και για τη γλώσσα.

Μετά τους Βραχμάνας λοιπόν επήγα εις την Αιθιοπίαν αμέσως και απ' εκεί κατέβηκα εις την Αίγυπτον αφού δε συνανεστράφην τους ιερείς και προφήτας και τους εδίδαξα τα θεία, ανεχώρησα εις την Βαβυλώνα, διά να μυήσω εις την σοφίαν τους Χαλδαίους και τους Μάγους.

Ανέβηκε ο ήλιος ως μια οργυιά, οι αχτίδες έπαιζαν ανάμεσα στα φύλλα της μεγάλης κληματαριάς μπροστά στο καλύβι, κι όλοι μέσα κοιμούνταν ακόμα. Σηκώθηκα και κατέβηκα στο γιαλό. Μα μήτε να ψαρέψω δεν είχα όρεξη. Κάτι λαχταρούσα, κάτι φούσκωνε την καρδιά μου. Ο κόσμος δε με χωρούσε.

Κάτι κακομοιριασμένα χαμόκλαδα ξεροψήνουνταν στον ήλιο, και πάντα με δρόσιζε κανένα βαθύ κυπαρίσσι, μέσα ή έξω από τον τοίχο. Κατέβηκα πάλι έξω, και από μια μεγάλη πόρτα μπήκα στην Πόλη. Από κει βγαίνει ο δρόμος που πάει στην Αδριανούπολη, και ο δρόμος αυτός μέσα στην Πόλη, τη διαπερνά, και από το ψήλωμα παίρνει τις ράχες των λόφων και πάγει κάτω.

Έπειτα από λίγο είμουνα στην κρεβατοκάμαρα κ' είδα πως η γυναίκα μου είταν αναίσθητη. Ακροάστηκα την αναπνοή της, έπιασα το χέρι της και δοκίμασα να της μιλήσω. Ένοιωσα πως όλα είτανε μάταια και κατέβηκα να μιλήσω ο ίδιος με το γιατρό στο τηλέφωνο, όχι γιατί πίστευα πως είταν αναγκαίο, μα γιατί νόμιζα πως έπρεπε να το κάμω.

Όλες τις κατάρες κι όλες τις προσευκές τις άκουσα κείνη τη νύχτα. Κατάντησα σα μεθυσμένος. Φάντασμα θαρρούσα πως είμουνα. Δεν το πίστευα πως είμουν εγώ, πως έπαθα τίποτις. Πήδηξα κάτω άμα γλυκόφεξε. Ψυχή πια τώρα τριγύρω. Μήτ' από το χωριό δεν ήρχουνταν κανένα βοητό, καθώς τη νύχτα. Άρχιζαν και κελαϊδούσαν τα πουλιά σα να μην έτρεξε τίποτις. Πήγα προς τον γκρεμνό. Σαν το γίδι κατέβηκα.

Επήγα και κατέβηκα εις το σπήτι του πενθερού μου Μουφάκ, του οποίου εστάθη μέγας ο θαυμασμός ομού και της γυναικός του εις το να με ιδούν, οπόταν τους εφανέρωσα τον θάνατον της θυγατρός τους, που πολύ την αγαπούσαν. Δεν έκαμα ετούτην την διήγησιν χωρίς να χύσω άπειρα δάκρυα και χωρίς να μη κινήσω και τα εδικά τους.

Και αν κατέβηκα ν' αγωνιστώ, εγώ ο νεανίσκος μ' ένα γλαδιάτορα, γνωστό είνε γιατί επιθυμώ να κάνω, πριν στο θύμα μου σταθώ επάνω, ότι στον κόσμον τούτο δεν νικάει όποιος σε γερές κνήμες το κορμί στηρίζει, αλλά εκείνος που στο έλεος του Ιησού ελπίζει, εκείνος που την αδελφότητα αγαπάει». Μη φοβηθής!

Εκείνοι οι καλοί άνθρωποι έλαβαν σπλάχνος εις εμέ, και μου έδωσαν και έφαγα από εκείνο που έτρωγαν, και υστερότερα με επήραν μαζί τους, και ύστερον από μερικές ημέρες με έφεραν εις την Όρμαν, πόλιν μεγάλην, και φθάνοντας εκεί, επήγα και κατέβηκα εις ένα χάνι, εις το οποίον ο πρώτος που εσυναπάντησα εστάθη ένας από τους συντρόφους μου.

Αφού μας ίδρυσε, εκτός του δημοτικού, κ' Ελληνικές τάξες, τον πήραν με πλειοδοσία σένα πλουσιώτερο χωριό, στις Αρχάνες. Τότε μας ήρθε ο πραγματικός νεωτεριστής, ως αντικαταστάτης του Νικόδημου. Αλλά την ιστορία του θα διηγηθώ λίγο ανάποδα. Το 1896 κατέβηκα στα Χανιά από την Αθήνα με δημοσιογραφική αποστολή.