Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025
Τα τρία τους τα παιδιά· πέντε. Ο παπούς· έξη. Η μητέρα· εφτά. Ο θείος κ' η θεία· εννιά. Τα ξαδέρφια μας· έντεκα. Εγώ· δώδεκα. Κ' οι δούλοι κοιμούνται στάλλο το σπίτι. Είναι κι αφτός ο καταραμένος. Ο μουσαφίρης. Του πατέρα ο φίλος. Την άνοιξη, κάθε χρόνο, πρέπει νάρθη στην εξοχή, να μας κάμη βίζιτα. Δώδεκα. Καθήσαμε το λοιπό στο τραπέζι δεκατρείς. Θα κοιμηθούμε δεκατρείς όλη τη νύχτα. Όχι!
Καθήσαμε και οι τρεις στις στρωμένες χοντρές ψάθες, ο σύντροφός μου ο μηχανικός, καμιά σαρανταριά χρόνων άνθρωπος, πάντα χωρατατζής, πάντα ακούραστος στο κυνήγι και στο γλέντι, ο δούλος του, μια γροθιά ανθρωπάκι, με δυο ματάκια σαν κουκούτσια από ελιά, αλλά σκυλί μονάχο, κυνηγός με τ' όνομα, κι εγώ.
Το γέρο ζητούσα να μου την αποσώση την τρομερή την ιστορία, μα είτανε φευγάτος ο γέρος. Άλλον τρόπο δεν είχε παρά να καταφέρω τη μάννα να μου το δηγηθή το κλέψιμο της Λενιώς. Και σαν έστρωσε η Αννούλα το τραπέζι, και καθήσαμε, την παρακάλεσα τη μακαρίτισσα να μου τα ξηγήση. — Α μου το τάζης πως δε θα φοβηθής πάλι, σου τα λέω, μου κάνει.
Να που ήρθε και πέρσι και δεν έπαθε τίποτε κανείς. Πέρσι; Θυμούμαι. Φρίκη με πιάνει. Ναι, πέρσι, την άνοιξη, σωστός ένας χρόνος, είταν πάλε αφτός εδώ. Είτανε μουσαφίρης. Στάσου! στάσου! Αχ! τι τρομάρα! Σα να φώναξε η καρδιά μου φοβερά. Λογάριασε, πρόσεχε μην κάμης λάθος. Πέρσι, την ίδια νύχτα, κοιμηθήκαμε δεκατρείς· πέρσι, την ίδια μέρα δεκατρείς καθήσαμε στο τραπέζι.
Έγινε με μας όπως με τα παιδιά του παραμυθιού, που πλανηθήκανε καιρό στη μαγική χώρα κι άμα γυρίσανε στον τόπο τους, βρήκανε πως ο καιρός βιάστηκε και γέρασε και κούρασε τους ανθρώπους γύρω τους. Άφωνοι κι ονειρεμένοι καθήσαμε στην ακρογιαλιά και κοιτάζαμε το φιόρδ. Εκεί μένανε όλα όπως είταν και κει που καθόμαστε λησμονήσαμε το καινούριο σπίτι και την καταστροφή που έγινε πίσω μας.
Για τούτο το γράμμα αυτό μας έδωσε τη λύση όλων, αν και δεν εξήγησε τίποτε· κι αφού το διάβασα, πήγα με άφωνη ευγνωμοσύνη μέσα στη γυναίκα μου, ευτυχισμένος γιατί μπορούσα να τα πιστέψω όλα. Δε μιλήσαμε πολύ γι' αυτό το γράμμα, μα αιστανθήκαμε κ' οι δυο ξαλάφρωμα που γράφηκε. Και το βράδι καθήσαμε ως αργά μονάχοι, αφού πήγανε τα παιδιά να κοιμηθούνε.
Μου έδωσε το γράμμα και δε θέλησα να το διαβάσω, να μη θαρρή πως δεν την πιστέβω· εκείνη να μου πη τι είχε μέσα. Με κοίταξε και με πήρε από το χέρι κι ανεβήκαμε λιγάκι, και πήγαμε να καθήσουμε εκεί απάνω, στη θάλασσα μπροστά. Καθήσαμε στην ίδια θέση που την είχα φιλημένη πρώτη φορά. Έλεγε σε δυο ώρες να βραδυάση κι αργοπορούσε. Άστραφτε το καλοκαίρι.
Θυμούμαι μια φορά που ήρθε να μου κάνη βίζιτα στη Βιχτώρια — εκεί κατέβηκα — κι άλλη μια φορά που πήγα σπίτι του, στο γραφείο του κάτω· και τις δυο φορές καθήσαμε πολλή ώρα μαζί και μιλήσαμε κάμποσο, για πολλά πράματα, εννοείται και για τη γλώσσα.
Και ποιος αφτός; Εγώ δα που και τόσο θρήσκος δεν είμαι, δεν είμαι διόλου. Ίσια ίσια για τούτο. Είμαι τώρα μόνος και φοβούμαι. Μόνος ολομόναχος. Ο κόσμος και γω. Τίποτις άλλο. Στον ουρανό κανένας! Και τι πειράζει; Ας είναι ή ας μην είναι στον ουρανό κανένας, όπως κι αν το πάρης, ή έτσι ή αλλιώς, η ιδέα μου αφτή πως θα πεθάνω, γιατί καθήσαμε στο τραπέζι δεκατρείς, μπορεί να είναι μπόσικη.
Της είχα δώσει και μιαν αλισφακιά στο καλύβι. Να! ακούτε; ανοίξτε το παράθυρο ν' ακούστε. Κι άνοιξε η μακαρίτισσα το παράθυρο, και τρέξαμε η Αννούλα και γω κατόπι της, κι ο γέρο Βασίλης μαζί μας, και σκύψαμε, κι ακούσαμε στο βαθύ το σκοτάδι φωνές, τσιριχτά, κλάματα, γέλοια, κάθε λογής ταβατούρι κατά το σπίτι του Καλαφάτη. Κλείσαμε το παράθυρο και καθήσαμε πάλι μέσα. Η μάννα μου είταν κατάχλωμη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν