United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσείς τόχετε καμάρι, κι όχι ταπείνωση. Την ταπείνωση την έχουν εκείνοι που το νοιώθουν πως είναι σκλαβόπουλα. Εσείς αυτό το ψεγάδι τόχετε στολίδι στο μέτωπό σας. Καημένο μου ανθρωπάκι, τρέχα στην κούκλα σου, τη ξανθομαλλού την τραγουδίστρα. Πήγαινε να της μιλήσης φραντσέζικα. Σήμερα την έχεις, κι αύριο δεν την έχεις. Τρέχα κατόπι της. Θα την εύρης εκεί που σου είπε. Στο πρώτο το πάτωμα.

Το θυμώσατε Μικέλι;», το ανθρωπάκι ένευσε πως ναι, αλλά κούνησε το κεφάλι με αποδοκιμασία. «Και αυτός με έσωσε, μ’ έβαλε στο κρεβάτι σαν να ήμουν μωρό. Με έδενε όταν έβγαινε. Είχα υψηλό πυρετό, αλλά έπειτα πέρασαν όλα και τώρα είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος. Έτσι δεν είναι Μικέλι; Δεν είμαι χαρούμενος και ευχαριστημένος; Έλα Έφις, μίλησε.

Αυτά 'πα και στενάζοντας μου απάντησεν εκείνος• «ωιμένα, ιδές πώς παλαιά ρήματα θεία μ' ηύραν• ήτο εδώ μάντις άλλοτε, άνδρας καλός, μεγάλος, ο Ευρυμίδης Τήλεμος, 'ς την μαντικήν ο πρώτος, 'που εγέρασε μαντεύονταςτην μέση των Κυκλώπων• 510 τούτα όλα εκείνος μώλεγε 'που θα γενούν μια μέρα, ότι θα χάσω εγώ το φως από τον Οδυσσέα. αλλ' άνδρας ότι θάρχονταν πάντότ' εγώ θαρρούσα τρανός, καλός, με δύναμι μεγάλην ενδυμένος• τώρα μικρό, και ουτιδανόν, αδύναμο ανθρωπάκι 515 με το κρασί μ' εδάμασε κ' έπειτα ετύφλωσέ με. αλλ', Οδυσσέα, σίμωσε, να σε φιλοξενήσω, και να σου κάμω προβοδόν τον μέγαν κοσμοσείστη• ότ' είμ' εκείνου εγώ παιδί• πατέρας μου καυχιέται• κ' εμέ θα γιάνη, αν θέλη, αυτός ουδέ κανένας άλλος 520 των μακαρίων των θεών ή των θνητών ανθρώπων».

Ο Έφις κοίταζε το ανθρωπάκι μεταξύ θαυμασμού και καχυποψίας και έμοιαζε να τον ρωτά με τα μάτια: «γιατί τόση γενναιοδωρία;». Κι εκείνος, που έτρωγε με το πρόσωπο σκυμμένο επάνω στο πιάτο του, σήκωσε τα μάτια και είπε: «Επειδή είμαστε χριστιανοί

Το ανθρωπάκι τον κοίταζε με αποδοκιμασία, αλλά δεν μιλούσε, τουλάχιστον όταν ήταν μπροστά ο Έφις. Αυτός πάλι δεν ήθελε, με τη σειρά του, να εκβιάσει τη μοίρα, και σκεφτόταν ότι ήταν αμαρτία να προσπαθήσει ν’ αντισταθεί στη θέληση της Θείας Πρόνοιας. Σ’ αυτήν έπρεπε να αφεθούνε, όπως ο σπόρος στον άνεμο. Ο Θεός ξέρει τι γίνεται.

Καθήσαμε και οι τρεις στις στρωμένες χοντρές ψάθες, ο σύντροφός μου ο μηχανικός, καμιά σαρανταριά χρόνων άνθρωπος, πάντα χωρατατζής, πάντα ακούραστος στο κυνήγι και στο γλέντι, ο δούλος του, μια γροθιά ανθρωπάκι, με δυο ματάκια σαν κουκούτσια από ελιά, αλλά σκυλί μονάχο, κυνηγός με τ' όνομα, κι εγώ.

Το ανθρωπάκι όμως, που μαγείρευε σκυμμένο μακαρόνια, σήκωσε τα θλιμμένα του μάτια και ο Τζατσίντο γέλασε και κοίταξε τα δοκάρια της στέγης. «Ξέρεις Έφις, τις πρώτες μέρες που ήρθα εδώ, ενοικιαστής αυτού εδώ του καλού άνθρωπο του Θεού, προσπάθησα στ’ αλήθεια να κρεμαστώ.