United States or Belize ? Vote for the TOP Country of the Week !


— «Αχ! έλεγα μέσα μου, πότε θα φτάσω ψηλά σ' εκείνη τη ράχη, για να ιδώ απέκει ό τι ωνειρεύομουν δέκα πέντε τόσα χρόνια στα Ξένα, και να ρίξω το ντουφέκι του ξενιτεμένου, για να μάθη το Χωριό τον ερχομό μου! «Και λέγοντας αυτά, χτυπούσα το κακόμοιρο τ' άλογο με τους φτερνιστήρές μου, κι' αυτό το καημένο πηδούσε αγκομαχώντας, και μου φαίνονταν, ότι πηδούσε στα σύννεφα, αλλ' ο δρόμος δεν τελείωνε!

Τον κράτησε ο γιατρός, πριν να προφτάσουν οι Χαρζανοπουλίνες να τον πιάσουνε στην αγκαλιά τους. Τον καημένο το νέο !-είπε δυνατά η Μπιμπίκα και στέναξε μέσ’ απ' τα φυλλοκάρδια της. Τον πήρε ο γιατρός μπράτσο το Νίκο και βγήκαν όξω στο δρόμο. Έβγαλε ο Νίκος και του'δωσ' ένα τάλληρο. Μην πειράζεσαι, είπε ο γιατρός, τα βρίσκουμε- και τόβαλε στην τσέπη του.

Έπειτα πάλι θαρρείς πως την πονεί, τη χαδεύει, ξεπλύνει τις ματωμένες πληγές της, κι ολοένα πολεμάει να την αναστήση, να τη ζωντανέψη, και να την κάμη πάλι χαρούμενη, καθώς είτανε μια φορά. Μεγάλη δουλειά καταπιάνεται το καημένο το κύμα! Του τραγουδιού του τη γλώσσα δεν τη νοιώθουμε πια! Σε χαρτί απάνω δε γράφτηκε, να τη μάθουμε. Είναι γραμμένη στον ουρανό.

Οι γονιοί σου μονάχα τα ξέρουνε. Είναι πολλές ώρες μακριά από δω το χωριό μας. Το καημένο το χωριό μας! Δεν το ξαναείδ' από τότες! Το καλυβάκι μας δεν είτανε μες το χωριό, είταν όξω, μέσα σε λόγγο δέντρα γεμάτο. Παραπάνω είταν η βοσκή, και κει έβοσκε τα γίδια του ο θειος μου ο Νικολής. Αμ' αυτός δα με προίκισε και με πάντρεψε. Εγώ είμουνα χρόνια ορφανοκόριτσο. Με πήρε και μου έδωσε το Γιωργή μου.

ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα, κύριε· θα είμαστε όμως καλύτερα μέσα στο μικρό μου γραφείο. Οδήγησέ με, εκεί σε παρακαλώ, αγάπη μου. ΜΠΕΛΙΝΑ Πάμε, καημένο μου παιδί. ΑΓΓΕΛΙΚΗΤΟΥΑΝΕΤΤΑ ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Να τους που έρχονται μαζί μ' ένα συμβολαιογράφο· άκουσα να μιλούν για διαθήκη. Δεν κοιμάται η μητρυιά σας. Χωρίς άλλο κάποια συνωμοσία κάνει εναντίον των συμφερόντων σας και προσπαθεί να μπλέξη σ' αυτή τον πατέρα σας.

Πώς έτσι θα φουρτουνιάση μια μέρα κ' η Ρωμιωσύνη, και θα τους καταπιή όλους τους. Και περίμενα την προφητεία να βγη! Μα σα γέρασα, κ' είδα πως η Ρωμιωσύνη από τέτοιες φουρτούνες δεν παίρνει, είπα, Κρίμα στον καημένο τον Καπετάν Μουσταφά! Δεν ήτανε σημάδι του Άη Βασίλη, είταν η κακή του η τύχη και πνίγηκε. Ένας Τούρκος παραπάνω, ένας παρακάτω, τι σημαίνει! Κρίμα στον Καπετάν Μουσταφά!

Τρία πράγματα δεν έφυγαν απ' το νου μου σ' όλον τον καιρό της κακής μου ξενιτειάς: το χωριό μου, οι σπιτιακοί μου, κι' η πίστη μου. Δεν το γνώρισα ολότελα το καημένο μου το χωριό, που μου γελούσε πάντα στον ύπνο μου και στα ονείρατά μου.

Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο, βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός! «Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά, και το χιόνι θα είταν δυνατώτερα, αλλά το Χωριό μου, που μου έδειχνε το συμπαθητικό πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακρυά, μ' έκανε να μη αιστάνωμαι την αγριάδα τους.

Η κάσσα της Βεργινίας πήγαινε τον ανήφορο μπροστά, ξέμακρα απ’ τη συνοδεία. . ο άνεμος της ξεμάλλιαζε τα κόκκινα μαλλιά της. . η σκόνη πηδούσε χούφτες χούφτες στο νεκρό της πρόσωπο και της το φιλούσε. . η φωνή του ψάλτη με το'να μάτι έκανε δρόμο για τον ερχομό της. . . Ως που να πάνε στην εκκλησιά του Νεκροταφείου τα μάτια του Νίκου είχανε στεγνώσει-γιατί τον κύτταζαν κ' οι γυναίκες!... -Τo καημένο το παιδί ! έλεγε μια γριά μ’ ένα μαντήλι στο κεφάλι σε μια χοντρή μεσόκοπη-άτυχο που ήτονε να πάρη άρρωστη γυναίκα- παιδί πράμα! -Αμ τούχε ριχτή αυτή-Θεός σχωρέσ’ την ψυχή της !. . κι απέ αυτός δεν τόχε σκοπό για στεφάνι• τονέ μπλέξανε βλέπεις τον άνθρωπο. . αυτή φαινόταν από παντοτεινά φιλάρρωστη.

Μα αν κάθουμουν, παιδί μου, μέσα στο κελλί μου μέρα και νύκτα, θα μέπαιρνε και μένα στα νύχια της η Ακαμωσιά, καθώς πήρε τον παπά Νικηφόρο της Πίσω της Ενοριάς. Τον πήρε τον καημένο, και τον πέταξε, — στου διαβόλου τα χέρια τον πέταξε! Να σου τα δηγηθώ, που δεν είσουνα τότες εδώ να τα μάθης. Θυμάσαι τι είταν πρι να βάλη τα ράσα. Λεφτουργός είτανε.