United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στον χαιρετισμόν μου επάνω σηκώθηκε αυτός, μ' έπιασε μπράτσο και κάμνοντάς μου τον γύρον του σαλονιού εξηκολούθησε: Εδώ, καθώς βλέπετε, υπάρχουν εικόνες όλων των εποχών, από τα παλαιά Ελληνικά χρόνια μέχρι του Σιμαμπουέ και από του Σιμαμπουέ πάλιν ως τα σήμερα. Και η συλλογή αυτή έρχεται εις πλήρη αρμονίαν με την σάλαν αυτήν.

Μα δεν ήθελε η Λιόλια: είπε που δεν πεινούσε. Πάμε, πάμε! φώναζαν οι φίλοι κ' έπιασαν το Νίκο απ’το μπράτσο, ο καθένας από μια μεριά, και τον τραβούσαν. . . Ένα μεζεδάκι κ’ένα κρασάκι! είπε ο χοντρέλης.

Με πολύν κόπο, επήρα κ' εγώ αράδα, κ' έσυρα σπρώχνοντας με όλη τη δύναμί μου το Λευθέρη απ' το μπράτσο, κι' απ' της πλάτες, και μπορέσαμε με πολλά βάσανα να πλησιάσουμε τον παπά, και μας φώτισε με την αγιαστούρα του· ύστερα έσκυψα με το στόμα κ' ήπια αγίασμα· ύστερα εγέμισα της δύο φούχτες και της έφερα στο στόμα του ανδρός μου να πιή.

Άρχισε να το διαβάζει, με το πανί κρεμασμένο στο μπράτσο και τα μάτια ακόμη υγρά από τα δάκρια της αγάπης. «Εν ονόματι της Μεγαλειότητός του Βασιλέως ….» Το χαρτί είχε κάτι το μυστηριώδες και φοβερό: έμοιαζε να προέρχεται από κάποια δύναμη του κακού. Σιγά σιγά, όσο διάβαζε και καταλάβαινε, η Νοέμι νόμιζε ότι ονειρεύεται. Πήγε πάλι να καθίσει και ξαναδιάβασε καλύτερα.

&Για ένα δείπνο, που έκανε ο Μαρτίνος μ' έξι ξένους και ποιοι ήτανε αυτοί.& Ένα βράδι, που ο Αγαθούλης κι' ο Μαρτίνος πηγαίνανε να καθήσουνε στο τραπέζι μαζί με τους ξένους, που μένανε στο ίδιο ξενοδοχείο, ένας άνθρωπος καρβουνοπρόσωπος τον πλησίασε από πίσω και πιάνοντάς τον από το μπράτσο του είπε: — Ετοιμαστήτε ν' αναχωρήσετε μαζί μας, μην αρνηθήτε. Γυρίζει και βλέπει τον Κακαμπό.

Ο Τζατσίντο δεν απάντησε, αλλά του άρπαξε δυνατά το μπράτσο λες και ήθελε να του το τσακίσει, έπειτα το άφησε. Ο Έφις τον άκουσε να λαχανιάζει ελαφρά, σαν να τον έπιασε ταραχή, και ο ίδιος με τη σειρά του, την ώρα που του έσφιγγε το μπράτσο και έκαιγε από το σφίξιμο, ανάσαινε με αγωνία. «Ναι, εσύ φταις, εσύ φταις», ξανάρχισε σχεδόν επιθετικά. «Δεν το ήξερες; Τόσο το καλύτερο!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Το πράμα είνε δύσκολο• αλλά το κατορθώνουμε πειό εύκολα να γίνη, αρκεί το ένα μπράτσο μας ολόγυμνο να μείνη. Εμπρός λοιπόν τα ρούχα σας σηκώστε τώρα, φίλες, περάστε της Λακωνικές στα πόδια σας αρβύλες, και δέστε όπως είδατε τους άνδρες να της δένουν, όταν στην πόρτα, βγαίνουνε, ή στη Βουλή πηγαίνουν.

Έτσι αιστανότανε και γύρισε και με κοίταξε και δεν μπορούσα να της δώσω καμιά παρηγοριά. Γιατί στοχαζόμουνα πόσο κακά έκαμα να μην ακούσω τη φωνή της προαίστησής μου και να λυτρώσω και τους δυο μας από το να δούμε τα ερείπια της ευτυχίας μας. Μα δεν είχα την καρδιά να το πω κι άρπαξα το μπράτσο της και προχωρήσαμε στο νησί μακρήτερα.

Γρήγορα όμως συνήρθε, τον έπιασε από το μπράτσο και του ψιθύρισε χαδιάρικα : — Ας τον αυτόν δεν ξέρει τι του γένεται· εσύ έχεις δίκιο· καλά του λες... Εκείνος φούσκωσε σα διάνος. — Δόξα σοι ο Θεός! φώναξε χαρούμενος· να που εύρα άνθρωπο να συνενοηθώ... — Μα δεν κάνουμε καλήτερα ένα πράμα; — Τι;

Μου φαίνεται πως τους έχω ακόμη κολλημένους επάνω μου, με το συμπάθιοΤα μάτια της Νοέμι άστραψαν χαιρέκακα. «Ελπίζω εμείς να είμαστε πιο καθαρέςείπε, σφίγγοντάς του το μπράτσο. «Ναι, ένα γέρο κι ένα νέο. Τσακώνονταν συνέχεια: ήταν κακοί, φθονεροί, ζηλιάρηδες, κατά βάθος όμως ήταν και καλοί. Έτσι είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος: καλός και κακός συνάμα.