United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ημείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα . . . Σ' άλλους κάνεις τα χατήρια. Και οι μακρόθεν ερχόμενοι έλεγον·Ημάς που είμαστε απ' τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσον κόπον να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ' την άλλην άκρη, μας αφίνεις στα κρύα . . . Ημάς η δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο

Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το λοιπόν τράμπα! — Τράμπα! φωνεί ο χορός. — Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή. — Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ. — Ο λόγος μας, που του δώσαμε;

Να ιδούμε πώς θα γυρίση πίσου! Διέκοψεν ο ποιμήν. — Ήτανε ανάγκη για τα δέντρα, να κινδυνέψη; εξηκολούθησεν απορών ο Κομποδήμος. Εμείς έχουμε ζωντανά και δεν κάνουμε έτσι. Ξέρεις τι χιόνι έπεσε; Πού μπορεις να ξεμυτίσης! Και λαβών το πτύον, εξεχιόνισε καλά την αυλήν.

Άνοιξαν τότε την εκκλησιά, έσπασαν τις εικόνες, αναποδογύρισαν την Άγια Τράπεζα ως που βρήκαν το κόνισμα. Και πού το βρήκαν θαρρείς ; Κάτου από ένα σωρό κλήματα. Εκεί τόχε πεταμένο η ευλάβεια των καλόγερων! Η αλήθεια είνε πως μόλις το ίδαμε στο φως, όλοι σταθήκαμε δίβουλοι. Μα για μια στιγμή· έπειτα το άρπαξαν στα χέρια, έβαλαν τους παπάδες μπροστά και να μας. Ούτε ξέρουμε τι κάνουμε.

Είπαμε πως ο πόλεμος έγινε για να πάρουμε Οθωμανικά χώματα, να τα μοιραστούμε, να τα κάνουμε δικά μας. Γι' αυτό κάναμε τον πόλεμο; Δεν ξέρω, μα σ' ένα γράμμα που έλαβα από κείνα τα μέρη, διαβάζω τούτο: «Εσείς, με το να έχετε φτάσει στη Θεσσαλονίκη, ησυχάσατε και ξεκουράζεστε τώρα απάνω στις δάφνες σας.

Μειδίαμα ελαφρόν διήλθεν από το κάτωχρον του Μπάρμπα-Σταύρου πρόσωπον προς το άκουσμα τούτο. Πλην τα χείλη του ήσαν κλειστά ακόμα. — Τι κάνουμε, παιδιά; ηρώτησεν ο ποιμήν, υπόδρα βλέπων την μποτιλίτσα μετά υπόλοιπον του ρωμίου, ως τέσσαρα δάκτυλα. — Να πηγαίνουμε! Προσέθηκεν επιτακτικώς ο Κομποδήμος.

Ένα βράδυ άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε με εκείνο το έντρομο βλέμμα του που της προκαλούσε τόση λύπη και ψιθύρισε σχεδόν χωρίς φωνή πια: «Είναι μακρύς, ντόνα Έστερ μου! Πρέπει να κάνουμε υπομονή.» «Ποιος είναι μακρύς, Έφις;» «Ο δρόμος… Πού να φτάσουμε στο τέρμαΤου φαινόταν πράγματι ότι περπατούσε συνέχεια.

Έτσι λοιπόν θα κάνουμε κ' εμείς καλό στη χώρα απ' αύριο, η τόλμη μας αν πάη κατ' ευχή, και πάρουμε στα χέρια μας του τόπου την αρχή• γιατί, καθώς τον φτιάνουμε αυτόν τον τόπο πειά, ούτε πανιά τον παν εμπρός, μα ούτε και κουπιά! Η’ ΓΥΝΗ Μα το γυναικοπάζαρο πώς θα μπορέση πάλι και ρήτορες να βγάλη! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Και στης γυναίκες ρήτορες μπορεί κανείς να βρίσκη.

Έτσι θα κάνουμε τρεις μέρες ως το χωριό, λέει ο Γκιτρίμης. — Κ' εκεί πού να χαθούμε τέτοιαν ώρα 'ςτά Χαλάσματα ολότελα; Τον ρωτάει ο Μπαρμπούτας. Όλ' εύραμε καλύτερα τα λόγια του Μπαρμπούτα κ' έτσι μείναμ' εδώ, 'ςτά Χαλάσματα. Ξεφόρτωσαν οι αγωγιάτες κι άπλωσαν 'ςτά θεόρατα κοτρώνια, περίγυρα της χορταριασμένης πλαγιάς, τα τσόλια των μουλαριών τους με τα δικά μας τα διπλάρια και τες καπότες.

Θα κάνουμε άλλα δυο βήματα. Τι ωραία! Τι ωραία! ΔΩΡΑΌχι Νίκο. Αύριο σου τωρκίζομαι, αύριο θα μείνω πολύ μαζή σου, ώρες αλάκερες. Θα πάμε όπου θέλεις. Σήμερα όμως φοβάμαι. Δεν ξέρω τι έχω και φοβάμαι σήμερα. Καλά να γυρίσης. Αφού θέλεις να γυρίσης, γύρισε. Δε σε βιάζω. Αύριο όμως δε θα με ξαναϊδής. Να το ξέρης. ΔΩΡΑΜην είσαι κακός Νίκο. Να! Ήρθα μαζή σου. Δεν ήρθα; Τι παράπονα έχεις απομένα;