Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Και μετάνιωνε για την ντροπή του. Στο πλάι του ο σύντροφός του συνέχιζε να ζητά ελεημοσύνη απαγγέλλοντας ή απευθυνόταν σ’ εκείνον για να τον ακούνε οι περαστικοί: «Τι κάνουμε εμείς σ’ αυτή τη ζωή, που είμαστε βάρος στους σπλαχνικούς ανθρώπους που μας δίνουν ελεημοσύνη;» «Τι κάνουμε, αδελφέ μου;» «Λοιπόν, σύντροφέ μου, όλα γίνονται με τη θέληση του Κυρίου: εμείς είμαστε όργανα κι Εκείνος μας χρησιμοποιεί για να δοκιμάσει την καρδιά των ανθρώπων, όπως ο χωρικός χρησιμοποιεί την τσάπα για να σκάψει τη γη και να δει αν είναι γόνιμη.

Γρήγορα όμως συνήρθε, τον έπιασε από το μπράτσο και του ψιθύρισε χαδιάρικα : — Ας τον αυτόν δεν ξέρει τι του γένεται· εσύ έχεις δίκιο· καλά του λες... Εκείνος φούσκωσε σα διάνος. — Δόξα σοι ο Θεός! φώναξε χαρούμενος· να που εύρα άνθρωπο να συνενοηθώ... — Μα δεν κάνουμε καλήτερα ένα πράμα; — Τι;

Άμα πατήσω το πόδι μου στη στερηά θα σας γράψω αμέσως. Να πήτε μόνο της Ουρανίτσας μου να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση. Ο καιρός περνάει γρήγορα. Πρώτα ο Θεός, μαζί με την Ουρανίτσα μου θα κάνουμε Λαμπρή και τούτη τη χρονιά. Μόνο να μη στενοχωρεύεται και μου αρρωστήση...» Ήρθε και η Λαμπρή μα δε φάνηκε ο Γιαννιός. Ούτε γράμμα ούτε τίποτε.

Πάει να πη πως το πρόσωπο μπορούσε να ζήση και σε κάθε άλλο μέρος του κόσμου, πάντα θα πάθαινε τα ίδια. Δεν είναι πρόσωπα πια, είναι ιδέες, είναι ψυχές. Κ' έτσι μου φαίνεται πως αχαμνό διόλου δε θάτανε νάγραφε κανείς, που να πούμε, τη γεωγραφία της ψυχής. Αφτό να κάνουμε ρωμαίικα.

Θα πηγαίνουμε τριγύρω στα νησιά με τη βάρκα και θα κάνουμε θαλασσινούς περίπατους με το βραδινό αεράκι, είπε. Και σα να την ταράξανε δυσάρεστες ανάμνησες, φώναξε: — Πρέπει να τα ξεχάσης και να μην τα ξανασυλλογιστής όσα σου είπα τα τελευταία χρόνια. Είμουνα τόσο παράξενη και δεν ένοιωθα η ίδια τον εαυτό μου.

Της φαινότανε σα να έπρεπε να κάνουμε την εκδρομή αυτή, σα να μην μπορούσε να βεβαιωθή πράγματι για την ευτυχία της πριν ξαναδή αυτό το μέρος, έτσι όπως το είδε μια φορά κι όπως το έβλεπε πάντα στα όνειρά της. Είπε πως είχε σκοπό, άμα θαρχόμαστε μαζί εδώ έξω, να με παρακαλέση ναρθούμε να κατοικήσουμε άλλο ένα καλοκαίρι. Κ' ήξερε πως δε θα μπορούσα να της το αρνηθώ.

Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη οπωσούν τραχεία η φωνή του ενός των χωροφυλάκων, του γεροντοτέρου· — Ε! νισάφι, βρε παιδιά, εφώναξε . . . Πέσατε με τα μούτρα πάλι στο πλιάτσκο! Με τον ίδιον τόνον απήντησεν ο Λούκας·Έννοια σου, μπάρμπα-Χρήστο! το κάνουμε για να μη σκουριάσουν τα σίδερα μες τη θάλασσα . . . Κ' έπειτα είνε ανάγκη να ξαλαφρώση λιγάκι τ' αμπάρι, για να σηκωθή το σκάφος! . . .

Έπειτα έπεφτεν ο άνεμος, τα πανιά εκυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά ελάγκευαν κ' εχτυπιόνταν στο κατάστρωμα, ως που έμεναν τέλος ακίνητα, νεκρά. Και ο καπετάν Κρεμύδας φαρμακωμένος εσυχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τα δόντια του. Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε! ...

Ήθελα να προτείνω στον ντον Τζατσίντο να βγάλει και να μου δώσει τα δέκα σκούδα που μου χρωστάς, αλλά, μα την πίστη μου, σκέφτηκα μετά πως δεν ήταν σωστό. Εάν όμως, όταν ανανεώσουμε τη συναλλαγματική, κάνουμε το λογαριασμό…..» Ο Έφις κατέβαλε προσπάθεια για να μετακινηθεί.

Και όχι σαν ανθρώποι· σα θεοί, σα θεοί· σ' άλλον περσότερη, σ' άλλον λιγώτερη. Μα τι να γίνη ;.. Ήταν καλή γυναίκα, η αγιοχώματη· καλή γυναίκα! Μήπως πηγαίνετε στην κηδεία; — Ναι· εκεί πάω· αποκρίθηκε στενοχωρεμένος ο Αριστόδημος. — Πηγαίνετε, πηγαίνετε· μην εμποδιζώστε καθόλου· μα καθόλου. Εμείς θα κάνουμε τη δουλειά μας. Τι να γίνη ; αυτά 'χει ο κόσμος· άλλοι πεθαίνουν κι άλλοι γεννιώνται.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν