United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρεψε να ξαναφέρη το ρωμαϊκό κράτος με τις παλιές του δόξες. Σηκώθηκαν κατόπι τα φυσικά τα στοιχεία, φούσκωσε η πλημμύρα της Ρωμιοσύνης, του τάπνιξε όλα πρι να βγη ο αιώνας, και πήρε τότες το δρόμο του το ξανανιωμένο το έθνος. Άρχισε τις φοβερές του μονομαχίες μ' Ασιατισμό, με Σλαβισμό, και κατόπι με Φραγκισμό. Ως το δέκατο πέμπτο αιώνα τους πολεμούσε σαν ήρωας τους δράκους του κόσμου.

Κι' ο Φοίβος τους ξαπόστειλε ένα αγεράκι πρύμο, κι' εφτύς οι νάφτες έστησαν απάνου το κατάρτι 480 και τ' άσπρο ανοίξανε πανί, και το πανί στη μέση απ' τον αγέρα φούσκωσε, και γύρω στην καρίνα αχούσε σαν αρμένιζαν τ' αφροντυμένο κύμα, κι' έτρεχε το καράβι ομπρός οργώνοντας το κύμα.

Γνώριζα τη φωνή της όταν έπαιρνε τόσο βαθύ και θερμό τόνο, σα να σιγάζανε όλα τάλλα μέσα της όξω από την αγάπη. Ένοιωσα πως η απόφασή της τώρα είταν ακλόνητη, πως η Έλσα είτανε πάλι δική μας ή ήθελε να γίνη κ' ένα θερμό κύμα ευγνωμοσύνης σ' αυτή και σ' όλη τη ζωή φούσκωσε μέσα μου.

Φούσκωσε η θάλασσα και θα με πνίξη. Λίγο λίγο. Πόσο έχω ακόμη; Να τελειώση αφτό το βάσανο πια. Όταν πεθάνω, θα πεθάνη κι ο φόβος μαζί μου. Έτσι θα γλυτώσω. Πού κοιμάται ο μουσαφίρης; Τέσσερεις ήμισυ. Να σηκωθώ! Κάπου να πάω. Να βγω όξω από το σπίτι, να μην είμαστε μέσα δεκατρείς. Μούδιασε η καρδιά μου και δεν μπορώ. Είμαι του Χάρου.

Η αγαθόκαρδη Ευδοκία όμως όχι μονάχα δεν τους εγδικήθηκε, μα και σ' αξιώματα τους ανέβασε και τους δυο τους. Και δε φαίνεται μήτε να της φούσκωσε τα μυαλά της η μεγάλη αυτή τύχη, παρά ζούσε ήσυχα δίχως νανεκατεύεται στο παραμικρό έξω από το παλάτι της. Ίσως όμως είταν αυτό συφωνημένο από τα πρι με την Πουλχερία, που πάντα εννοούσε αυτή να είναι η καθαυτό Βασίλισσα.

Κει κάτω, σ' ένα πλάτωμα του δάσους, ο νάνος Φροσίνος εξέταζε την τροχιά των άστρων: Εδιάβασε κει, ότι ο Βασιληάς τον απειλούσε με θάνατο. Μαύρισε από το φόβο και τη ντροπή, φούσκωσε από θυμό, και γρήγορα-γρήγορα τούδωσε για τη γη της Ουαλλίας. Ο Βασιληάς Μάρκος έκαμε ειρήνη με τον Τριστάνο.

— Τ' ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπεταν Γιάννη! τούπα με καλωσύνη, δίνοντας του το χέρι Όλο το νησί σταυροκοπιέται.. Γύρισε και με κύτταξε. — Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό. — Αμ' γι' αυτό ήρθα, του είπα. Να καθήσω.

Γρήγορα όμως συνήρθε, τον έπιασε από το μπράτσο και του ψιθύρισε χαδιάρικα : — Ας τον αυτόν δεν ξέρει τι του γένεται· εσύ έχεις δίκιο· καλά του λες... Εκείνος φούσκωσε σα διάνος. — Δόξα σοι ο Θεός! φώναξε χαρούμενος· να που εύρα άνθρωπο να συνενοηθώ... — Μα δεν κάνουμε καλήτερα ένα πράμα; — Τι;

Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Κοιλιά φειδιού του βάλτου, βράσε, φούσκωσε! Να 'μάτι γουστερίτσας, πόδι βαθρακού, πούπουλο νυχτερίδας, σαύρας δακτύλο, πτερό της κουκουβάγιας, στόμα σκουληκιού, και γλώσσα μανδροσκύλου, και οχειάς κεντρί! Όλ' ανακατωθήτε και αφρίζετε, να γείνη στοιχειωμένος διαβολοχυλός! ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΟΜΟΥ Γύριζε, βάζε, βράζε, ανακάτονε. καίε φωτιά και τρίζε, κόχλαζε νερό!

Έπεσε λοιπόν στη θάλασσα. Ο μώλος ψηλός, ο Καπετάν-Πρέκας γέρος πια κι' αδύναμος, πάλαιψε, μα δεν μπόρεσε να γλυτώση. Μπορεί να του ήρθε και συγκοπή, όπως είπε ο γιατρός. Πήγε στον πάτο, ήπιε νερό, φούσκωσε, ύστερα η θάλασσα τον πέταξε απάνω και το απόγειο της νύχτας τον έσπρωξε κατά τη μπούκα του λιμανιού, που τον ψάρεψε η βάρκα.