United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήξερε νεράιδες που παίρνουν τη μιλιά του ανθρώπου, ήξερε δράκους και καλλικάντζαρους και μαγικά βοτάνια, που κάνανε κάθε λογής θαύματα. Και όλα αυτά τα είχε ιδεί με τα μάτια της και τάχε πιάσει με τα χέρια της. Και τι δεν είχε ιδεί!

Δράκους αλλού κεντάει και λάμιες και νεράιδες, Κεντάει κ' έναν γιαλό με ζαφειρένια πλάτια·την άκρη του γιαλού την ίδια τη θωριά της Ολόφαντη ιστορεί από εμμορφιάν και νειότη Και πλούτον και αρχοντιά, καιτα λευκά της χέρια Τ' αργόχειρο κρατεί, τ' ωριόπλουμο μαντήλι, Μαντήλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι, Ανάρηα το κεντάει κι όλο του λέει τραγούδια: Μαντήλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο.

Γύρεψε να ξαναφέρη το ρωμαϊκό κράτος με τις παλιές του δόξες. Σηκώθηκαν κατόπι τα φυσικά τα στοιχεία, φούσκωσε η πλημμύρα της Ρωμιοσύνης, του τάπνιξε όλα πρι να βγη ο αιώνας, και πήρε τότες το δρόμο του το ξανανιωμένο το έθνος. Άρχισε τις φοβερές του μονομαχίες μ' Ασιατισμό, με Σλαβισμό, και κατόπι με Φραγκισμό. Ως το δέκατο πέμπτο αιώνα τους πολεμούσε σαν ήρωας τους δράκους του κόσμου.

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς.

Μα και να τις έβλεπα, θα τους έβγαζα μα την αλήθεια το σκούφο μου, κι όχι από κοινή ευγένεια, παρ' από σέβας, που γεννούν τέτοιους δράκους. Ας είνε. Από την Κάντανο τραβήξαμε σύνταχα το πρωί δυτικά, κατά τα Κισαμιώτικα τα χωριά. Ποια χωριά είδαμε, μη ρωτάς.

Πατέρα, πώς να μη σουρώ, πώς να μη τραγουδήσω; . . . . — Πες μου τον πόνο σου, Στρατή, κ' εγώ θα σου τον γειάνω. — Αν μου τον γειάνης, θα με ιδής ν' αντρειευθώ και πάλι, Πάλι να πάρω τη χαρά, τα νειάτα, πούχα πρώτα, Και νύχτα δεν θα τραγουδώ παράωρατα πλάια Το θλιβερό τραγούδι μου οπού ξυπνάει τους Δράκους. — Πες μου τον, γυιόκα μ', πες μου τον, κ' εγώ θα βρω βοτάνι.

Τα προγονικά κειμήλια που κρέμονταν στους τοίχους, ήταν πολλά κι αξετίμωτα. Ντυμένα στο χρυσάφι, βουτημένα στο αίμα, βαμμένα στον αθέρα της δόξας μοιάζανε με δράκους τυλιγμένους στ' άλυτα μάγια του καιρού.

Ηδύνατο δε και να περμένη αφού η Μαργή δεν εφρουρείτο, όπως η Πηγή, από δράκους με τουρλωτά φέσια και τουφέκια. Και θα ηδύνατο να την βλέπη και να της ομιλή. Ησθάνετο δε απόλυτον την ανάγκην να δίδη διέξοδον εις την πλήμμυραν της καρδίας του, έστω και με λόγους.

Καθώς είδαμε, από τα πιο τρανότερα σημάδια της εποχής είταν η λαμπρότητα και πολυτέλεια και της Αυλής κι όλης της Βυζαντινής αριστοκρατίας. Έπαιρναν κ' έδιναν οι μεγαλοπρέπειες κ' οι αρχοντιές τότες. Αφίνουμε που ο Αυτοκράτορας φόρειε πορφυρένια χλαμύδα, χρυσοκέντητο χιτώνα που παράσταινε δράκους, και στο κεφάλι κορώνα πετράδι όλη και μαργαριτάρι.