United States or Albania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Προσευχόταν όμως, καθισμένη στο σκαλάκι της πόρτας κάτω από την ασημί και μαύρη γιρλάντα της κληματαριάς στο φεγγαρόφωτο και κάθε φορά που κοίταζε γύρω τής φαινόταν ακόμη σαν να έβλεπε, εδώ κι εκεί επάνω στο φράχτη από τις φραγκοσυκιές, τα μάτια του Έφις πράσινα να πετάνε σπίθες από οργή. Ήταν οι πυγολαμπίδες.

Εκείνος ήτανε τώρα όλος ζωή και χαρά. Το αίμα ανέβηκε να βάψη τη χλωμή του όψι και τα μάτια έρριχναν σπίθες. Χωρίς να συλλογισθή ούτε το μεγαλείο ούτε τους προγόνους του, ούτε τι θα έλεγαν οι γύρω του πριγκίποι, δούκες, στρατάρχες, υπουργοί και δεσποτάδες, έσκυψε και εφίλησε την Μηλιά εις το μέτωπο, τα δύο μάγουλα και το σιαγόνι.

Εκείνη ανασήκωσε το κεφάλι, είδε τον άγνωστο και άρχισε να τον παρατηρεί με μάτια που πετούσαν σπίθες και το βιβλίο έτρεμε στα χέρια της. «Λοιπόν, ναι, εγώ είμαι, κυρά μου! Γύρισα. Ο περιπλανώμενος γύρισε. Τι έχετε να πείτε, ντόνα Έστερ; Πώς πάει η υγεία;» «Έφις! Έφις! Έφις!», ψέλλιζε εκείνη. «Εγώ είμαι, ο Έφις! Δεν βλέπετε καλά, ντόνα Έστερ, και φοράτε γυαλιά;» «Εσύ είσαι, Έφις! Κάθισε.

Από τα μάτια του, μαζί με τις σπίθες της αντρειοσύνης του έπεφταν και μερικές ήμερες αχτίδες καλωσύνης και γλύκας. Άλλο τόσο σφάνταζε κ' η λαμπρή του στολή. Μαργαριταρένια κορώνα στεφάνωνε τα μακριά του μαλλιά. Κι όσο για την πορφύρα του, ξάστραφε από το πετράδι κι από το χρυσοκέντητο ξόμπλι.

Τέτοιο αριστούργημα δεν το βλέπει κανείς μια φορά!... Ο Δημητράκης δε βάσταξε. — Επί τέλους εγώ δε γίνουμε γελοίος με τις παραξενιές σου! είπε· οι άνθρωποι ήρθαν να γλεντίσουν δεν ήρθαν να σπουδάσουν καλλιτεχνία. — Καλά· τότε κ' εγώ δεν κάθημαι στο τραπέζι. Ο Δημητράκης έτρεμε από τη φούρκα του· τα μάτια του έβγαζαν σπίθες. Ήταν έτοιμος να σηκώση το χέρι του και να του δώση κατάμουτρα.

Έβλεπα να λάμπουνε στο σκοτάδι οι σπίθες από τα πέταλα των αλόγων, αιστανόμουνα πως έβρεχε λιγότερο τώρα κ' έβλεπα την τοποθεσία να φεύγη γύρω μου σα σκοτεινή φαντασμαγορία και μιλούσα όλη την ώρα με τον εαυτό μου ακατανόητα λόγια, που δεν εννοούσα πώς μου ερχόντανε στα χείλη.

Από τότε πια ο νους μας εσηκώθη στον αέρα, . . . Φώτα πάνω, φώτα κάτω, φώτα 'δω, φώτα 'κεί πέρα, Έως ότου έγιν' Αίτνα το μικρό μας το κεφάλι Και παντού πετούσε σπίθες με ταχύτητα μεγάλη. Δηλαδή, σοφοί μου φίλοι, με δυο λόγια στρογγυλά, Στραβωθήκαμε μονάχοι με τα φώτα τα πολλά. Εσείς τότε, κύριοι μου, είσθε κούτσουρα ακόμη, Και δεν είχαν μεταξύ σας καμμιά πέρασιν οι νόμοι.

Εδώ είναι το ποθούμενον! είπεν ο Ρούντυ, όταν εισήλθεν εις το σπίτι του μυλωθρού εν Βεξ· ετοποθέτησε κάτω εις το πάτωμα ένα μεγάλο κοφίνι και αφήρεσε το ύφασμα με το οποίον ήτο σκεπασμένον. Δύο κίτρινα με μαύρα περιθώρια γύρω γύρω μάτια επρόβαλαν γουρλωμένα, τινάζοντα σπίθες άγριες 'σάν να ήθελαν να κατακαύσουν και να δαγκάσουν δυνατά, όπου εκύτταζαν.

Είπε κι' αφτός και κάθησε. Και τότε ο Αγαμέμνος τ' Ατρέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός αφέντης, αφρίζοντας, κι' απ' το θυμό τα μάβρα σωθικά του φουσκώναν, κι' έχυνε φωτιές το μάτι του και σπίθες. Του Κάρχα πρώτα τούρηξε μια άγρια ματιά και τούπε 105 «Κακομηνήτη, πρόσχαρο ποτές δε μούπες λόγο! Πάντα αγαπάει δυσάρεστα να προφητέβει ο νους σου, κι' ένα καλό μήτ' έκανες, μήτ' είπες στη ζωή σου.

Πώς τ' άστρο φαίνεται που ο γιος του Κρόνου σφεντονίζει, 75 κι' είναι σημάδι ή σε λαό πολύστρατο ή σε νάφτες, λαμπρό, και σπίθες άπειρες στο δρόμο του σκορπάνε· σαν τέτιο αστέρι χύθηκε κι' αφτή ίσια προς τον κάμπο, κι' έπεσε ανάμεσα στους διό.