Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Πάλι βρήκα την άρρωστη το βράδυ κάτω από την πορτοκαλιά καθισμένη και με το καπότο στις πλάτες. Έκαμε νανασηκωθή, άμα μείδε, και μούπε μανησυχία: — Είντα! μισεύγεις από 'δα στη χώρα; — Όι, θα πάω στον Άη Θωμά κήρθα να σου το πω. Μα θα γιαγείρω πάλι στο χωριό, μη θαρρείς.
Προσευχόταν όμως, καθισμένη στο σκαλάκι της πόρτας κάτω από την ασημί και μαύρη γιρλάντα της κληματαριάς στο φεγγαρόφωτο και κάθε φορά που κοίταζε γύρω τής φαινόταν ακόμη σαν να έβλεπε, εδώ κι εκεί επάνω στο φράχτη από τις φραγκοσυκιές, τα μάτια του Έφις πράσινα να πετάνε σπίθες από οργή. Ήταν οι πυγολαμπίδες.
— Άμε στο καλό, χριστιανέ, και με τρόμαξες, γυρίζει και του κάνει η Κερά Φωτεινή, που ως τότε σήκωνε το τραπέζι, μα σ' αυτή την ομιλία απάνω είταν καθισμένη με ταργόχειρό της και άκουγε μ' ατάραχη όψη, μα όχι πάλε και μ' αδιαφορία, παρά να πούμε από στοχασιά και ποταγή στο θέλημα του Θεού. Μα έβλεπες και κάτι πιώτερο στο πρόσωπό της φρόνιμης της Αποδουλίτισσας.
Εζάρωναν, εσούφρωναν σε φειδωτά, αφροστεφανωμένα κυματάκια τα τρομαγμένα τα νερά· εξετυλίγονταν ολοένα, μυριόπτυχες, συδίπλωτες οι ζάρες, πίσω απ την καθισμένη πρύμη μας, σαν άπειρες ραφές στου γιαλού πάνω τα κοιμισμένα πλάτια.
Μήπως είνε πιάνο ο εργαλειός να χρειάζεται λεπτολογίες! .. . Αλλά σκοπόν βέβαια δεν έχω να στήσω τον εργαλειόν μέσα εις τας Αθήνας διά να κάθωμαι να υφαίνω εγώ! . . . θα ήτο και αστείον αυτό, θα ήτο και εντροπή, όταν έρχονται επισκέψεις εις το σπίτι μας, να βλέπουν κόρη σαν και 'μένα καθισμένη εις τον εργαλειό!...» Εδώ εκόπη η κλωστή.
Πηγαίνω, έστω και αν πρόκειται να πάθω τίποτε κακόν, αφού είμαι δούλη και η ζωή μιας δούλης δεν αξίζει τίποτε. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ Πήγαινε λοιπόν γρήγορα. Εγώ δε καθισμένη εδώ με θρήνους και γόους και δάκρυα θα γεμίσω τον αέρα. Διότι είναι φυσικόν εις ημάς τας γυναίκας ως απόλαυσιν να έχωμεν πάντοτε εις το στόμα μας τας συμφοράς του παρόντος. Και διά να κλαίω δεν έχω μίαν αφορμήν αλλά πολλάς.
Η ντόνα Έστερ διάβαζε ήσυχα καθισμένη σ’ ένα σκαμνάκι μπροστά στον αρχαίο πάγκο, αλλά ξαφνικά ο γάτος, που ήταν ξαπλωμένος στη σκιά της πλάι στο λυχνάρι και με τα μάτια παρακολουθούσε τις κινήσεις των χεριών της, πήδηξε στην ποδιά της σαν να ήθελε να κρυφτεί και από εκεί τρύπωσε κάτω από τον πάγκο.
Δυσαρεστημένη κάπως γιατί τα αιστήματά μας δε βαδίζανε με τον ίδιο ρυθμό, καθώς πάντα, έμενε καθισμένη αμίλητη εκεί και ρουφούσε τη σαμπάνια της κ' ενώ καθόταν έτσι, οι ζωηροί της στοχασμοί γλυστρούσανε δίχως να το νοιώθη σε μια γλυκεία χιμαιρική διάθεση κ' ενώ κοίταζε τον άντρα της, που τα μαλλιά του είχαν αρχίσει νασπρίζουν, έβλεπε σαν όνειρο την ημέρα, που οι δυο μας εδώ και πολλά χρόνια είχαμε βγει με τη βάρκα σ' ένα ηλιολουσμένο μικρό βραχόνησο, όπου πίσω από τα δέντρα γυάλιζε η πρώτη καλοκαιρινή κατοικία μας.
Είθε να έρριχνεν οπίσω της το κακόν εκείνη που εγέννησεν άλλοτε τον Πάριν πριν κατοικήση τας υπωρείας της Ίδης, όταν εφώναζεν η Κασσάνδρα, καθισμένη κοντά εις την προφητικήν δάφνην, ότι έπρεπε να φονευθή, διότι έμελλε να γεννήση την δυστυχίαν της μεγάλης πόλεως του Πριάμου. Προς ποίον δεν ήλθε; Ποίον από τους δημογέροντας δεν παρεκάλεσε να φονεύση το βρέφος;
Όλα είχαν πέσει μέσα σε μια τρεμάμενη σιωπή όπως μέσα σε τρεχούμενο νερό. Και ο Έφις θυμόταν τα μακρινά βράδια, τον χορό, τα νυχτερινά τραγούδια, την ντόνα Λία καθισμένη επάνω στην πέτρα στη γωνιά της αυλής, αναδιπλωμένη σαν νεαρή φυλακισμένη που ροκανίζει τα δεσμά της και σιγά σιγά προετοιμάζει την δραπέτευσή της. Κεφάλαιο πέμπτο
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν