Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Της φαινόταν σαν να λιγοθυμούσε, όπως εκείνη την ημέρα, και πως τα δάκρυά της ήταν εκείνα του Τζατσίντο και τα ρουφούσε, σαν το χυμό ενός ξινού φρούτου, με τα τρεμάμενα χείλη της, διψασμένα από όλα εκείνα τα φιλιά που δεν έδωσαν ούτε πήραν. Τα νιάτα, το πάθος, ο πόνος του Τζατσίντο μεταγγίζονταν σ’ εκείνη.

Ξεχνούσε την ηλικία της, τη μορφή της, την ουσία της∙ της φαινόταν πως ήταν ξαπλωμένη κάτω από καθάρια νερά σ’ ένα πυκνό δάσος και πως έβλεπε μια φιγούρα να σκύβει για να πιει, να πιεί πάνω από το στόμα της: ήταν ο Τζατσίντο, αλλά ήταν κι εκείνη, η Νοέμι ζωντανή, διψασμένη για αγάπη: ήταν ένα μυστηριώδες πνεύμα που ρουφούσε όλο το νερό της πηγής, όλη τη ζωή από το στόμα της, τόσο άσβεστη ήταν η δίψα του∙ και ύστερα ξάπλωνε στην κοιλότητα της κρήνης, μες στο πυκνό δάσος, και σχημάτιζε μαζί της ένα ενιαίο ον.

Όλη μου την ευτυχία εσύ μου την επήρεςΣήκωσε η Λιόλια περίτρομη το κεφάλι της κ' είδε το μαύρο σταυρό αμίλητο που την κύτταζε μ' άγρια απελπισία με τα γράμματα του σα μια σειρά άσπρα μάτια. . έρριξε τα μάτια της στα κεριά: το κεράκι του παιδιού είχε λυώσει ως κάτω κ’ η φλόγα του έβγαινε ακόμα μέσ' από το χώμα σα να την ρουφούσε αυτό. . έκαιγε και το κεράκι του Νίκου με μια φλόγα πλατειά, πεσμένη ανάποδα με το κεφάλι κάτω, πούγλυφε, ίδια μια γλώσσα πύρινη μέσ' απ’ τα μαύρα χνώτα της καπνιάς, το κερί και τανάλυνε σε κίτρινους θρόμπους και το λύγιζε κουλούρα. . μα το δικό της το κερί ήτον άγγιχτο, σβηστό, όπως τόχε ανάψει. . . Πετάχτηκε ορθή! -Δεν τόθελε το κερί της η νεκρή!

Οι γειτόνισσες μπαινόβγαιναν ολοένα απ' της Κλητήραινας και στην κάμαρη τη νεκρική όλο κ' έψηναν καφέδες. . σηκώθηκε η θεια 'Ελέγκω νταβραντισμένη κ' έφερε και της Λιόλιας ένα φλυτζανάκι: δεν ήθελε νάρθη στα λόγια μ’ αυτές τις παλιογλωσσούδες, τις ξαδιάντροπες, ειδεμή ήξερε αυτή τι θα τους έλεγε! Αχ, τι καλό που της έκανε της Λιόλιας ο ζεστός καφές! «Σερμπέτι τον έχουν οι σκύλλες: το ξέρω κ’ εγώ με ξένα κόλλυβα !», είπε η θεια Ελέγκω εκεί που ρουφούσε κι αυτή το μαυροζούμι της.

Δυσαρεστημένη κάπως γιατί τα αιστήματά μας δε βαδίζανε με τον ίδιο ρυθμό, καθώς πάντα, έμενε καθισμένη αμίλητη εκεί και ρουφούσε τη σαμπάνια της κ' ενώ καθόταν έτσι, οι ζωηροί της στοχασμοί γλυστρούσανε δίχως να το νοιώθη σε μια γλυκεία χιμαιρική διάθεση κ' ενώ κοίταζε τον άντρα της, που τα μαλλιά του είχαν αρχίσει νασπρίζουν, έβλεπε σαν όνειρο την ημέρα, που οι δυο μας εδώ και πολλά χρόνια είχαμε βγει με τη βάρκα σ' ένα ηλιολουσμένο μικρό βραχόνησο, όπου πίσω από τα δέντρα γυάλιζε η πρώτη καλοκαιρινή κατοικία μας.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν