Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Γύρισαν αμέσως αυτοί να χτυπήσουν τους Ούνους. Οι άλλοι όμως οι δικοί μας, που ως τα τώρα έφευγαν, γύρισαν τώρα κι αυτοί καταπάνω στους Πέρσους. Οι άλλοι Πέρσοι πάλε, που έμειναν απέξω μαζί με τους «Αθάνατους», άμα είδαν την ιερή τους σημαία πεσμένη, τρέξανε να χτυπήσουν όσους είχαν κοντά τους. Έγινε σκοτωμός πολύς. Έπεσε κι ο Πέρσος ο στρατηγός εκείνης της μεριάς, ο Βαρεσμάνης.

Πού να βρεθή λεβέντης να την ξανασηκώση, να την ξαναδοξάση την πεσμένη παλικαριά! Είχαμε μερικούς προστάτες, είχαμε δυο τρεις φίλους. Και σα να γύρευαν κι αυτοί το κακό μας, κάθε τρόπο κάμνανε να το θρέφουν το τέρας που καταπόνεσε τη μεγάλη μας αρετή, κάθε τρόπο να το θεριεύουν.

Όταν γύρισε ο Νίκος απ’ το μαγαζί, έλαμπε από τάξη και πάστρα η κάμαρη που δύο μέρες τώρα είχε μείνει ασυγύριστη : μια γλυκειά ησυχία ήτον πεσμένη απάνω στα έπιπλα, στης Βεργινίας το κρεββάτι, με την άσπρη κουβέρτα όμορφα τεντωμένη, και στο πρόσωπο της Βεργινίας ακόμα πούτον πιο άσπρο απ’ το προσκέφαλο της, ταναπουπουλιασμένο.

Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε : — Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!

Όλα έδειχναν, απάνω τους πεσμένη, μίαν ανέκφραστη γαλήνη κι ανάπαυση. . . Ω ! τι θάμα !: η μυγδαλίτσα, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα είχε ανθίσει άξαφνα, εκείνην τη νύχτα. . . Η Λιόλια πήγε κοντά της : δυο ανθάκια ήταν όλο κι όλο ανοιγμένα· μα είχε κι άλλα μπουμπούκια έτοιμα να ξεσκάσουν.

Αλλά διαβάστε αίφνης μιαν αυθεντία, όπως ο Αριστοφάνης, θα βρήτε πως οι Ατθίδες κουμπώνονταν σφιχτά, φορούσαν σανδάλια με ψηλά τακούνια, βάφανε τα μαλλιά τους κίτρινα, έβαζαν κοκκινάδι στο πρόσωπο κ' έμοιαζαν απαράλλακτα οποιαδήποτε σημερινή ανόητη της μόδας ή πεσμένη γυναίκα.

Η κόρη σου η άπροικητον κλήρον μου πεσμένη, ιδού, είν' η βασίλισσα κ' εμού και των 'δικών μου και της καλής Γαλλίας μου! Όλοι της γης οι δούκες αυτόν εδώ τον θησαυρόν, που δεν τον εκτιμάτε, από εμέ δεν ημπορούν να τον εξαγοράσουν! Αν και σε διώχνουν, άφες τους υγείαν, Κορδηλία. Χάνεις εδώ, όμως αλλού καλλίτερα θα εύρης. ΛΗΡ Την 'πήρες, έχε την!

Πεσμένη επί του σακκίου, από του οποίου απέσταζε ρυπαρόν έλαιον, συνθλιβομένων των εν αυτώ ελαιών, έβλεπε με τους οφθαλμούς ημικλείστους προς το ξηρόν στήθος της, όπερ αναιβοκαταίβαινεν από του άσθματος. — Θα κάμης πολύ λάδι; Ηρώτησε πάλιν η Φουλίτσα, σπογγίζουσα τα ροδίσαντα εκ της πορείας μάγουλά της, με την άκραν της μανδήλας της. — Κείνο πώδωσεν ο Θεός!

Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου, ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου, κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι· μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Σε εξορκίζω, ω γέρον, και σε ικετεύω πεσμένη εις τα πόδια σουδιότι δεν μου επιτρέπεται με το χέρι μου να εγγίσω το αγαπημένον σου πρόσωπονσώσε μας, διά το όνομα των θεών. Άλλως θα αποθάνωμεν και αυτό θα είναι δυστυχία μεν δι' ημάς, αίσχος δε διά σας. ΠΗΛΕΥΣ Σας διατάσσω να λύσετε τα δεσμά, πριν κανείς σας μετανοήση, και ν' αφήσετε ελεύθερα τα χέρια της.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν