United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις ύστερ' από τον όρκο εστάθηκε και πρόσμεινε τον Άστυλο, που έτρεχε· κι όταν εσίμωσε τον εγλυκοφίλησε. Κ' εκεί που φιλούσε εκείνονε, φτάνει τρεχάλα ο άλλος κόσμος, δούλοι, δούλες, ο ίδιος ο πατέρας, η μητέρα μαζί του. Όλοι αυτοί τον αγκάλιαζαν, τον εγλυκοφιλούσανε χαρούμενοι, κλαίγοντας.

Κ' ενώ με πήγαινε, με φιλούσε και μούλεγε: — Πονείς ακόμη, Γιωργιό μου; Δεν πονείς· αι;... Μα μπορείς να πονής μπλειο 'κειά που σε φίλησα 'γώ; Πόσο μ' αγαπάς εδά; — Πολλά, πολλά, της έλεγα κέκλεια τα μάτια μου από ευτυχία. — Να χαρώ εγώ!... Και μούδιδε νέα φιλιά. Όσες φορές αρρώσταινα, ο καλλίτερός μου γιατρός ήτο το Βαγγελλιό.

Μολαταύτα δεν έδειξε τίποτα, και μόλις άνοιξαν της πόρτες μπήκε στο δωμάτιο του Τριστάνου, και κρύβοντας την οργή της, εξακολούθησε να τον υπηρετή και να τον περιποιέται, καθώς πρέπει σε μια που αγαπάει. Του μιλούσε γλυκά, τον φιλούσε στα χείλη, και τον ρωτούσε αν θα γύριζε γρήγωρα ο Καερδέν με το γιατρό που θα τον εγιάτρεβε. Μα πάντα ζητούσε να βρη την εκδίκησι.

— Κ' αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα. Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μέφεραν κιάνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κεγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ' όταν σένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά.

Ο Σβάντε περπατούσε στα δάχτυλα μέσα στην κάμαρα του αρρώστου κ' η καρδιά του είταν γεμάτη από το αφάνταστο: πως θα πέθαινε ο μικρός αδερφός. Έστεκε ακίνητος πολλή ώρα και τον κοίταζε ή έσκυβε και του φιλούσε το μάγουλο. Κι όταν η μαμά συνήρθε από τη λιποθυμία της και μπήκε μέσα, πήγε και της αγκάλιασε το λαιμό με τα δυο του χέρια.

Δεν είχε τελειώσει την κουβέντα του και οι δυο νέοι έτρεχαν χέρι με χέρι προς το σπίτι. Η Ελπίδα ούτε το κέντημά της δε σκέφτηκε να πάρη. Τ' άφηκε απλωμένο εκεί απάνω στα χόρτα κι ο ήλιος φιλούσε αχόρταγα της όμορφες κλωστές, έδινε κ' έπαιρνε χρώματα. Ο γέρος έσκυψε και το κύτταξε για πολλή ώρα. Έμοιαζε σαν διψασμένο ζωντανό που πίνει αχόρταγα στην ξάστερη γούρνα του.

Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου... μου πιάνεται η καρδιά μου... γύρευε πότε θα σε δω... Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε πάλι: — Δε φεύγεις τόρα... πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν χαμπάρι.... — Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυτά τα κρυφτούλια... Κι άρχισε να την ξαναφιλή. Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους παραμόνευα.

Όλα τα χρώματα σβύσανε τριγύρω τους, τα δένδρα πέσανε κάτω ξερά, τα λουλούδια μαραθήκανε και τα πουλιά βουβάθηκαν. Λίγη χλόη έμεινε κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Ήλιος φιλούσε ακόμα από ψηλά το αγκάλιασμά τους. Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται ο Ήλιος στην αγάπη μας; Τα μαλλιά της αγαπημένης μου λάμπουνε ευγενικώτερα και το στήθος της με ζεσταίνει πιο γλυκά απ' τον Ήλιο.

Ο ένας παππάς, ο πιο γέρος, κρύωνε κ' είχε ρίξει αποπάνω απ’ το φελόνι του ένα μαύρο μάλλινο σαλάκι που τούπεσε εκεί που φιλούσε. Τον πήγαν οι φίλοι το Νίκο να φιλήση.

Σαν ετελείωσε το γλυκό τραγούδι, η βασιλόπουλα έσκυψε απ' το ψηλό παράθυρο και τα δάκρυά της στάζανε κάτω στο χώμα. Το φεγγάρι φιλούσε τα δάκρυά της και τάκανε μαργαριτάρια. Τότε το βασιλόπουλο σήκωσε ψηλά τα μάτια του και είδε δυο ζαφείρια. να λάμπουν, σαν άστρα, μέσα στο σκοτάδι του παραθυριού. Και σαν τα είδε είπε μέσα του: — Αυτά είναι τα μάτια της αγαπημένης μου.