United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τίποτε· εξηκολούθησεν ο Κιαμήλης, με την συμπαθητικήν φωνήν του. Ούτε λεπτό έξοδα! Ο εφέντης ο αδελφός μου με μια κονδυλιά τα διορθώνει. Και αν θέλη ο Θεός, πάγω κ' εγώ στην επαρχία για την ανάκριση. Όταν σκοτώθηκε το παιδί της Βαλιδές μου, είναι σαν να σκοτώθηκεν ο εφέντης ο αδελφός μου. Πρέπει να γενή εκδίκησι!

Φέρε δω, ωραίε δάσκαλε, Μα το Θεό στον οποίο πιστεύω, θα πάω τώρα να ελευτερώσω τη φίλη μου. — Όχι, μη βιάζεσαι έτσι, είπε ο Γκορνεβάλης. Ο Θεός βέβαια σου φυλάει πειο σίγουρη εκδίκησι. Σκέψου ότι δεν είναι στο χέρι σου να ζυγώσης στη φωτιά. Γύρω είναι οι αστοί, και φοβούνται το Βασιληά. Σ' αγαπούν και θέλουν την ελευτερία σου, κι' όμως όλοι θα σε χτυπήσουν.

Από τους τρεις, ο ένας θα σκοτωθή με το σπαθί, ο άλλος με το βέλος που θα τον περάση κατάστηθα, ο άλλος θα πάη πνιχτός. Όσο για το δασοκόμο, αυτόνε ο Περινίς ο Πιστός, ο Ξανθός, θα τον σκοτώση μ' ένα ραβδί, μέσα στο δάσος. Έτσι ο Θεός, που μισεί την αδικία, θα δώση εκδίκησι στους αγαπημένους, κατά των εχθρών των.

«Τριστάνε, λέγει ο Βασιληάς, τώρα πεια καμμιά διάψευσι δεν περνάει. Αύριο θα πεθάνετε». Του φωνάζει: «Μεγαλειότατε, χάρι ζητώ. Για τόνομα και για τα πάθη του Χριστού, Μεγαλειότατε, έλεος για μας! — Μεγαλειότατε, εκδίκησι! φωνάζουν οι προδότες. — Ωραίε θείε, δε σας ικετεύω για τον εαυτό μου.

Και τον νοιώθει, παιδί μου! στην άκρη του κόσμου να ευρίσκεται, εκείνος τον νοιώθει, σαν να του πατούσε την καρδιά του! Γι’ αυτό εκδίκησι! πρέπει να γενή εκδίκησι!

Δεν μ' εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο. Άδικον όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά. Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην, και αντί να θυμώση διά το φτύσιμον, μ' εκύτταξε, σαν να μου έλεγεν ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή. — Και πως ετελείωσεν αυτή η ιστορία; — Ο συνταγματάρχης εγλύτωσε και έφυγεν εις τα λουτρά.

Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.

Μολαταύτα δεν έδειξε τίποτα, και μόλις άνοιξαν της πόρτες μπήκε στο δωμάτιο του Τριστάνου, και κρύβοντας την οργή της, εξακολούθησε να τον υπηρετή και να τον περιποιέται, καθώς πρέπει σε μια που αγαπάει. Του μιλούσε γλυκά, τον φιλούσε στα χείλη, και τον ρωτούσε αν θα γύριζε γρήγωρα ο Καερδέν με το γιατρό που θα τον εγιάτρεβε. Μα πάντα ζητούσε να βρη την εκδίκησι.

ΠΥΡΓΓΟΝ Εκ της λειεντερίας εις την δυσεντερίαν. ΑΡΓΓΑΝ Κύριε Πυργγόν! κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Εκ της δυσεντερίας εις την υδρωπικίαν. ΑΡΓΓΑΝ Κύριε Πυργγόν. κ. ΠΥΡΓΓΟΝ Εκ της υδρωπικίας εις την στέρησιν της ζωής. Εκεί θα σας οδηγήση η παραφροσύνη σας. ΑΡΓΓΑΝ Αχ! Θεέ μου! επέθανα! Αδελφέ μου, με κατέστρεψες. ΒΕΡΑΛΔΟΣ Πώς; γιατί; ΑΡΓΓΑΝ Δεν αντέχω πλέον. Αισθάνομαι την εκδίκησι της ιατρικής.

Τέτοια εκδίκησι έδωσε ο Θεός εναντίον των προδοτών που τόσο τους είχαν μισήσει: Σκοτωτοί πήγαν κ' οι τέσσεροι. Ο Γκενελόν, ο Γκοντοΐν, ο Ντενοαελέν, κι' ο Αντρέ. Μάζεψαν την άγκυρα, σήκωσαν το κατάρτι, τέντωσαν το πανί. Ο δροσερός πρωινός άνεμος εβούιζε στα σκοινιά, και φούσκωναν τα πανιά.