Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Λυώνει η καρδιά του από την τρυφερότητα, κι' απαντά γλυκά, με αγάπη: «Μην κλαις άλλο, ωραίε σύντροφε, θα κάνω το θέλημά σου. Φίλε, για την αγάπη σου θα πήγαινα βέβαια να σκοτωθώ. Καμμιά συφορά, καμμιά αγωνία δε θα μ' εμποδίση να κάνω ό,τι μπορώ. Πέστε ό,τι θέλετε να μηνύσω στη Βασίλισσα, κι' ετοιμάζομαι!» Ο Τριστάνος απάντησε: «Φίλε, ευχαριστώ. Λοιπόν, άκουσε την παράκλησί μου.
Όταν το καράβι μπήκε στο πέλαγος, ερώτησε ο πιλότος: «Ωραίε άρχοντα, για ποιον τόπο να βάλω πλώρη; — Φίλε, τράβα κατά την Ιρλανδία, κατευθείαν για το λιμάνι του Βάιζεφορ». Ανατρίχιασε ο πιλότος.
Κι' αν κάψουν την Ιζόλδη, ορκίζομαι στο Χριστό, τον υγιό της Μαρίας, ποτέ να μην κοιμηθώ κάτω από στέγη αν δεν την εκδικηθούμε πρώτα». — Ωραίε μου δάσκαλε, δεν έχω το σπαθί μου. — Να το, σου το έφερα. — Καλά, δάσκαλε. Δε φοβάμαι τίποτα πεια εκτός από το Θεό! — Γιε, έχω ακόμη κάτω από το κοντοκάπι μου ένα πράγμα που θα σ' ευχαριστήση: αυτόν το στερεό και ελαφρό θώρακα που ίσως σου χρειαστή.
«Ωραίε γλυκέ φίλε, λέει ο Τριστάνος, είμαι σε ξένον τόπο όπου δεν έχω μήτε φίλο μήτε συγγενή κανένα, εκτός από σε. Μόνον συ μούδωσες χαρά και παρηγοριά σ' αυτή τη χώρα. Πεθαίνω. Θα ήθελα να ξαναϊδώ την Ιζόλδη την Ξανθή. Μα πώς, με τι τέχνασμα να κάνω να μάθη τη θέσι μου; Α! αν είχα έναν απεσταλμένο, που νάθελε να πάη κει πέρα, αμέσως θαρχότανε η Ιζόλδη, τόσο πολύ μαγαπάει.
Ο Τριστάνος έπιασε στο πέρασμα ένα απ' αυτούς από τα ορθωμένα κόκκινα μαλλιά τόσο δυνατά ώστε αναποδογύρισε στα καπούλια του αλόγου του, και τον εσταμάτησε. — Ο Θεός να σας σώση, ωραίε κύριε! είπεν ο Τριστάνος. Από ποιο δρόμο έρχεται ο δράκοντας;» Και όταν ο φυγάς τούδειξε το δρόμο, ο Τριστάνος τον άφησε. Το τέρας επλησίαζε.
«Ποιος είσαι, συ, που με φωνάζεις μέσ' τη νύχτα, τέτοια ώρα; — Μεγαλειότατε, είμαι ο Τριστάνος, σας φέρνω μια επιστολή. Την αφήνω κει, στη γρίλλια του παραθύρου. Στείλτε κρεμάστε την απάντησί σας στο κλαδί του Κόκκινου Σταυρού. — Γι' αγάπη του Θεού, ωραίε ανηψιέ, περίμενέ με. Έτρεξε στο κατώφλι και τρεις φορές εφώναξε μέσα στη νύχτα. «Τριστάνε, Τριστάνε, Τριστάνε, υγιέ μου!
Την ηύρε μοναχή και της είπε: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι εδώ. Τον είδα στον παραμελημένο δρόμο πώρχεται από το Τινταγκέλ. Τρεις φορές τον κάλεσα να σταθή, ξορκίζοντάς τον στ' όνομα της Ιζόλδης της Ξανθής. Μα τον είχε πιάσει φόβος, και δεν τόλμησε να με περιμένη. — Ψέμματα και τρέλλες λέτε, ωραίε άρχοντα.
— Διάλεξα εκείνη που έπεσε από τα μαλλιά της αυτή η χρυσή τρίχα, και μάθετε ότι δε θέλω καμμιά άλλη. — Κι' από που, ωραίε άρχοντα, έρχεται αυτή η χρυσή τρίχα; — Έρχεται, άρχοντες, από την ωραία με τα χρυσά μαλλιά. Δυο χελιδόνια μου την έφεραν. Αυτά ξέρουν από ποιον τόπο». Οι βαρώνοι κατάλαβαν ότι τους εκορόιδευε. Εκύτταζαν τον Τριστάνο με πείσμα.
Αλλά ο Βασιληάς Μάρκος δεν ερχότανε πεια, και ο Τριστάνος θρηνούσε: — Βέβαια, ωραίε θείε, τώρα το σώμα μου βγάζει τη βρώμα κάποιου φαρμακιού πειο αποκρουστικού ακόμη, και η αγάπη σου δεν μπορεί πεια να υπερνικήση τη φρίκη.
— Κυρία, είπεν ο Τριστάνος, μη με ειρωνεύεσθε, αλλά πέστε μου αν θα μπορούσε ένας άντρας γεννημένος από μάννα να πολεμήση το θεριό και να το σκοτώση. — Αλήθεια, ωραίε και γλυκέ μου κύριε, δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι, ότι είκοσι δοκιμασμένοι ιππότες δοκίμασαν μέχρι τώρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν