Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025
Μετά το φαΐ, καθώς είχε πέσει πεια η νύχτα, κ' ήτανε καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, ο Τριστάνος ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο ρημαγμένος τόπος. «Ωραίε Άρχοντα, είπεν ο ερημίτης, είναι η γη της Βρεττάνης, του Δούκα Χόελ. Ήταν άλλοτε ωραίος τόπος, με πλούσια λειβάδια και χωράφια: εδώ μύλοι, εκεί μηλιές, εκεί αρχοντικά υποστατικά. Ο κόμης Ριόλ της Νάντης έκαμε την καταστροφή.
Ο Τριστάνος απάντησε με την αλλόκοτα αλλαγμένη φωνή του: «Μεγαλειότατε, καλέ και ευγενή μέσα σ' όλους τους Βασιλιάδες, το ήξερα πώς στην όψι σου θάλυωνε η καρδιά μου από τρυφερότητα. Ο Θεός να σας προστατεύη, ωραίε Άρχοντα! — Φίλε, τι ήρθατε να ζητήστε δω μέσα; — Την Ιζόλδη, που τόσο πολυαγάπησα. Έχω μια αδερφή, και σας την φέρνω, — την πανώρηα Βρουνεώτη.
Που είσαι, Ελένη μου; Για εύγα να σε 'δούμεν Κι' από τη μαύρη μας καρδιά δυο λόγια να σε 'πούμεν». Και ολίγον κατωτέρω· «Διαβάτα που με θαυμασμό το μνήμα της κυττάζεις, Και τ' όνομά της στο Σταυρό το νεκρικό διαβάζεις, Ειπέ της ανθρωπότητος, ωραίε διαβάτα, Ότι ενταύθα κοίτεται υπό την μαύρην πλάκα».
«Τριστάνε, λέγει ο Βασιληάς, τώρα πεια καμμιά διάψευσι δεν περνάει. Αύριο θα πεθάνετε». Του φωνάζει: «Μεγαλειότατε, χάρι ζητώ. Για τόνομα και για τα πάθη του Χριστού, Μεγαλειότατε, έλεος για μας! — Μεγαλειότατε, εκδίκησι! φωνάζουν οι προδότες. — Ωραίε θείε, δε σας ικετεύω για τον εαυτό μου.
— Ώστε λοιπόν, ωραίε μου φίλε, έχομεν ανάγκην από μίαν τοιαύτην επιστήμην, η οποία να συνδυάση συγχρόνως και τας δύο αυτάς ιδιότητας: και να γνωρίζη να κάμνη κάτι τι, και να γνωρίζη την χρήσιν εκείνου που κάμνει. — Είναι προφανές. — Δεν μας χρειάζεται λοιπόν διόλου, καθώς φαίνεται, να είμεθα περίφημοι κιθαροποιοί και να γίνωμεν κάτοχοι αυτής της τέχνης· διότι εδώ η τέχνη που κατασκευάζει και η τέχνη που μεταχειρίζεται είναι όλως διόλου χωριστά πράγματα, και ενώ πρόκειται περί του αυτού αντικειμένου, διαφέρουν καθ' ολοκληρίαν· διότι δεν διαφέρουν πράγματι τελείως η κιθαροποιητική τέχνη και η κιθαριστική μεταξύ των; — Βεβαιότατα. — Ούτε και η αυλοποιητική βέβαια μας χρειάζεται περισσότερον, διότι το ίδιον συμβαίνει και με αυτήν. — Σύμφωνος. — Αλλά, προς θεού! μήπως τάχα αν μάθωμεν την λογοποιητικήν τέχνην, να είναι, λέγεις, αυτή που πρέπει ν' αποκτήσωμεν διά να γίνωμεν ευτυχείς; Δεν το πιστεύω εγώ, μου απεκρίθη ο Κλεινίας. — Και που στηρίζεσαι, παρακαλώ, διά να το λέγης αυτό; — Διότι βλέπω αυτούς τους λογοποιούς, που συνθέτουν τους λόγους, πως δεν ημπορούν να μεταχειρισθούν τους λόγους των, που κάμνουν οι ίδιοι, απαράλλακτα όπως και οι κιθαροποιοί τα όργανα που κατασκευάζουν· αλλά και εδώ άλλοι είναι οι άνθρωποι που γνωρίζουν και ημπορούν να μεταχειρίζωνται, όσα κατεσκεύασαν εκείνοι, χωρίς να είναι εις θέσιν οι ίδιοι να συνθέσουν ένα λόγον· είναι λοιπόν φανερόν, ότι και περί λόγων προκειμένου, άλλη είναι η τέχνη που τους κάμνει, και άλλη που τους μεταχειρίζεται. — Αρκετά πειστική μου φαίνεται η απόδειξις που έδωσες, ότι δεν είναι και αυτή η τέχνη των λογοποιών εκείνη, της οποίας η απόκτησις θα ημπορούσε να μας κάμη ευτυχείς· και μολαταύτα εγώ εφανταζόμουν πως κάπου εδώ θα ευρίσκαμεν την επιστήμην, που ζητούμεν τόσην ώραν· διότι, να σου ειπώ την αλήθεια, κάθε φορά που τύχη να ευρεθώ με αυτούς τους λογοποιούς, μου κάμνουν την εντύπωσιν ανθρώπων σοφωτάτων, και αυτή δε η τέχνη των μου φαίνεται θεία και υψηλή· και αυτό δεν με παραξενεύει· διότι αποτελεί πράγματι μέρος της τέχνης των εξορκιστών, και ολίγον μόνον είναι κατωτέρα από αυτήν· και η μεν τέχνη των εξορκιστών γητεύει τα φείδια και τα σφαλάγγια και τους σκορπιούς και άλλα φαρμακερά ζώα και ασθενείας, των δε λογοποιών καταπραΰνει και γητεύει, ούτως ειπείν, τους δικαστάς και τους βουλευτάς και κάθε είδους συναθροίσεις των πολλών· ή μήπως έχεις τίποτε διαφορετικήν ιδέαν εσύ; — Όχι, είμαι τελείως σύμφωνος μαζί σου. — Πού λοιπόν, είπα εγώ, να στραφώμεν πλέον και εις ποίαν τέχνην να απευθυνθώμεν; — Όσον δι' εμένα δεν βλέπω τίποτε, μου απήντησε. — Εγώ όμως νομίζω πως το ευρήκα. — ποια είναι; ηρώτησεν ο Κλεινίας. — Η στρατηγική τέχνη μου φαίνεται ότι είναι παρά κάθε άλλην εκείνη, της οποίας η απόκτησις θα κάμη τον άνθρωπον ευτυχή — Δεν το παραδέχομαι εγώ αυτό. — Και διατί, παρακαλώ; — Μα αυτή είναι απλώς ένα κυνήγι ανθρώπων. — Αι λοιπόν; — Κάθε κυνήγι, μου απεκρίθη, τίποτε περισσότερον δεν κάμνει παρά να κυνηγά και να πιάνη το θήραμα· αφού όμως πιάσουν εκείνο που κυνηγήσουν, δεν είναι εις θέσιν να το κάμουν τίποτε, αλλά οι μεν κυνηγοί και οι ψαράδες το παραδίδουν εις τους μαγείρου ς· οι δε γεωμέτραι πάλιν και οι αστρονόμοι και οι μαθηματικοί διότι και αυτοί επίσης είναι κυνηγοί, αφού δεν κάμνουν αυτοί τα γεωμετρικά σχήματα, αλλά υπάρχουν ήδη αυτά και απλώς μόνον τα ανευρίσκουν — επειδή λοιπόν δεν γνωρίζουν να χρησιμοποιήσουν τας ανακαλύψεις των, τας παραδίδουν, όσοι τουλάχιστον απ' αυτούς δεν είναι τελείως ανόητοι, εις τους διαλεκτικούς, διά να κάμουν εκείνοι την προσήκουσαν χρήσιν. — Έστω, σοφώτατε και ωραιότατε Κλεινία, έτσι λοιπόν λες νάναι; — Βεβαιότατα, μου απεκρίθη· και οι στρατηγοί επίσης, κατά τον ίδιον και απαράλλακτον τρόπον, όταν κυριεύσουν καμμίαν πόλιν ή κανένα στρατόπεδον, το παραδίδουν εις τους πολιτικούς· διότι αυτοί δεν ηξεύρουν πως να κάμουν με αυτά που εκυρίευσαν· ακριβώς όπως οι κυνηγοί που πιάνουν τα ορτύκια τα παραδίδουν εις τους ορτυκοτρόφους.
Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.
Από δω και πέρα, αν δεν μου δώστε ικανοποίησι, μάθετε ότι σας προκαλώ». Ο Τριστάνος απάντησε: «Ναι, ήρθα εδώ σε σας για δυστυχία σας. Αλλά μάθε τη συφορά μου, ωραίε γλυκέ φίλε, αδερφέ και σύντροφε, και ίσως η καρδιά σου μαλακώση. Μάθε ότι έχω μια άλλη Ιζόλδη, ωραιότερη απ' όλες της γυναίκες, που υπέφερε και υποφέρει ακόμη προς χάρι μου χίλιες πίκρες. Βέβαια η αδερφή σου με αγαπά και με τιμά.
Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.
Κάτω από το μεγάλο πεύκο, ο Τριστάνος, στηριγμένος στο μαρμάρινο χείλος της λίμνης, θρηνούσε: — Ας με λυπηθή ο Θεός κι' ας επανορθώση τη μεγάλη αδικία που μου κάνει ο αγαπητός μου κύριος! Όταν πέρασε το φράχτη του κήπου, ο Βασιληάς είπε γελώντας: — Ωραίε ανηψιέ, ευλογημένη νάναι αυτή η ώρα. Να, το μακρυνό ταξίδι που ετοίμαζες γι' αύριο πρωί, τελείωσε κι' όλα.
Αλλά από τα ράμφη τους ξέφυγε μια μακρυά γυναικεία τρίχα, πειο λεπτή από κλωστή μεταξωτή, και λαμπρή σαν ακτίνα του ήλιου. Ο Μάρκος, παίρνοντάς την στα δάκτυλά του, εκάλεσε μέσα τους βαρώνους και τους είπε: «Για να σας κάμω τη χάρι, βαρώνοι, θα πάρω γυναίκα. Μόνον όμως αν θέλετε να ζητήστε εκείνη που διάλεξα. — Και βέβαια θέλουμε, ωραίε άρχοντα. Ποια διάλεξες λοιπόν;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν