United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κυρία, είπεν ο Τριστάνος, μη με ειρωνεύεσθε, αλλά πέστε μου αν θα μπορούσε ένας άντρας γεννημένος από μάννα να πολεμήση το θεριό και να το σκοτώση. — Αλήθεια, ωραίε και γλυκέ μου κύριε, δεν ξέρω. Το βέβαιο είναι, ότι είκοσι δοκιμασμένοι ιππότες δοκίμασαν μέχρι τώρα.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ή κανενός αυλικού, οπού εσυνηθούσε να λέγη· «Καλή σας ημέρα, γλυκέ μου Κύριε! Πώς είσθε, αγαθέ μου Κύ- ριεΤούτος ενδέχεται να ήταν ο Κύριος Δείνα, οπού επαινούσε τα πουλάρι του Κυρίου Δείνα, ενώ είχε σκοπόν να το ζητήση· δεν ενδέχεται; ΟΡΑΤΙΟΣ Μάλιστα, Κύριέ μου.

Τι έχεις, άνδρα μου γλυκέ, ‘ς το χέρι σου σφιγμένον; Ποτήρι; Σ' εθανάτωσε παράκαιρα φαρμάκι! Όλον το 'πήρες, ω κακέ; δεν άφησες κ' εμένα σταλαγματιάν, κατόπιν σου να έλθω; θα φιλήσω τα χείλη σου. Επάνω των ίσως φαρμάκι μένει, και με το βάλσαμον αυτό 'μπορέσω ν' αποθάνω. Είναι τα χείλη σου ζεστά! ΦΥΛΑΞ, έξωθεν. Οδήγει μας. Πού είναι; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Έρχοντ’ εδώ. Να μην αργώ.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· 510 «Αν θέλης, τώρα θέλ' ιδής, γλυκέ πατέρ', αν μέλλει τούτ' η ψυχήτο γένος σου να φέρη καταισχύνη». Αυτά πε, και περίχαρος εφώναξ' ο Λαέρτης· «Ποιάν είδα ημέραν, ω καλοί θεοί μου! αναγαλλιάζω· υιός μου τώρα κ' εγγονός έχουν άγων' ανδρείας». 515

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

Ακούσατε: «Είμαι όλη ιδική σου. Πάρε την καρδιά μου, το σώμα μου, την ζωήν μου, την ψυχήν μου, τα σπλάγχνα μου, τον έρωτά μου. Γλυκέ σύζυγε, δος μου την ζωήν ή τον θάνατον». Αλλά πρέπει να σημειωθή εδώ ότι εις την εποχήν αυτής ο χριστιανικός έρως αρχίζει να εκπίπτη εκεί όπου εξέπεσε και ο έρως της αρχαιότητος.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μην ορκισθής καλλίτερα. — Αν κ' ήσαι η χαρά μου, απόψε δεν την χαίρομαι την ένωσιν αυτήν μας. Ορμητικά, κ' εξαφνικά κι’ ανέλπιστα μου ήλθε·ήτον ωσάν την αστραπήν, οπού περνά και φεύγει πριν ‘πή κανένας: άστραψε! — Γλυκέ μου, καλήν νύκτα! Ίσως αυτό το σφαλιστόν το άνθος της Αγάπης ‘ς την αύραν του καλοκαιριού τα φύλλα του ανοίξη, κι ανθίζει και μοσχοβολά ως που να ξαναέλθης.

Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση. Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω.

Στην αντίθετη όχθη, κει που θα βρίσκωνται οι ιππότες του Βασιληά Αρθούρου, θα την περιμένετε. Δίχως άλλο, θα μπορέστε βέβαια να την βοηθήστε. Η κυρία μου φοβάται την ημέρα της δίκης: μολαταύτα έχει εμπιστοσύνη στην καλωσύνη του Θεού, που την επήρε άλλοτε από τα χέρια των λεπρών». — Γύρισε στη Βασίλισσα, ωραίε γλυκέ φίλε Περινίς. Πες της ότι θα κάνω το θέλημά της».

Το έμπα του Σπηλαίου ανοίγει, και φαίνονται ο ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΣ και η ΜΙΡΑΝΤΑ, που παίζουν τους πεσσούς. ΜΙΡ. Γλυκέ μου φίλε, με γελάς. ΦΕΡΔΙΝ. Όχι, ακριβή μου αγάπη, δεν θα το έκανα για όλα τα καλά του κόσμου. ΜΙΡ. Ναι, αν ήτον για κάμποσα βασίλεια, ας μ' ελάθευες, σου έλεγα ότι παίζεις τίμια.