United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άμοιρο παιδί! Ποια θα είναι μια μέρα η τύχη σου στον κόσμο; Και για να παρηγορήση σωστά το Σβεν και να ξαναφέρη τη χαρά του, είπε: — Είτανε κακός, πολύ κακός κύριος· αλήθεια. Τότε άστραψε πάλι από χαρά ο Σβεν κ' η λύπη του σβήστηκε, γιατί μπορούσε να πιστεύη πως μόνο κακοί άνθρωποι κάνουνε τέτοιο πράμα. Του κόψανε τα μαλλιά κ' η μαμά τον πήγε στο ζαχαροπλαστείο.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Μην ορκισθής καλλίτερα. — Αν κ' ήσαι η χαρά μου, απόψε δεν την χαίρομαι την ένωσιν αυτήν μας. Ορμητικά, κ' εξαφνικά κι’ ανέλπιστα μου ήλθε·ήτον ωσάν την αστραπήν, οπού περνά και φεύγει πριν ‘πή κανένας: άστραψε! — Γλυκέ μου, καλήν νύκτα! Ίσως αυτό το σφαλιστόν το άνθος της Αγάπης ‘ς την αύραν του καλοκαιριού τα φύλλα του ανοίξη, κι ανθίζει και μοσχοβολά ως που να ξαναέλθης.

Είχαν ασπρίσει τα μαλλιά του και το πρόσωπό του φαινότανε πιο γέρικο απ' του γέρου του πατέρα του. Στάθηκε μια στιγμή σαν αλαφιασμένος, με τα μάτια του ορθάνοιχτα, μαύρα σαν την πίσσα. Έβαλε το χέρι του στον κόρφο, έβγαλε την τραχηλιά με τα μαργαριτάρια και την πέρασε στο λαιμό της πεθαμένης. Το χλωμό της το πρόσωπο άστραψε πάλι σαν τον ήλιο.

Στον Αία πήγε ο Έχτορας σιμά, κι' έτσι με τέχνη μια τ' άστραψε καλή σπαθιά στο φράξινο κοντάρι 115 κοντά στης μύτης το καρφί, και τόκοψε ίσα πέρα. Αφτό έτσι, ο Αίας κολοβό το σούσε μες στη χούφτα, κι' αλάργα αχώντας τούπεσε χάμου ο χαλκένιος στόκος.

Άστραψε, Κύριε, με φοβέρα στην αδυναμία μου που κυττάζει τους βραδυνούς ορίζοντες μήπως τον ιδή. Μην αφήσης τους στεναγμούς μου να κινούν τα φυλλώματα του Παραδείσου. Μην αφίνης την αμφιβολία μου να σβύνη τη φλόγα των άστρων σου. Κεραύνωσε τον πόνο μου που ρωτά τον ουρανό κι' ασχημίζει την αιωνιότητα. Κύριε, ας μη τον θυμηθώ! Ξέρω που τον έβαλες σε τοπείο με απλές και καθαρές μορφές.

Και πέρα βαθειά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός εχύθη χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσεν ο δαίμονας στον ψώφιον αλλαλαγμό μας. Απελπίστηκα. — Το γουρούνι μωρέ! τι το φυλάτε το γουρούνι! εφώναξα. — Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέγει ο Μπίρκος. Τρέχω κοντά το κλωτσάω, το σπρόχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ' αυτιά. Τίποτα.

Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του.

Ω! Τι ευτυχισμένο το αηδόνι, λέει, λέει αδιάκοπα ό,τι θέλει, διατί να μη ζητήσω να γίνω αηδόνι εξ αρχής. Καλή Νεράιδα, παρεκάλεσε τώρα, κάμε με αηδόνι, πώς να μείνω πάντα βουβή· και εκτυπούσε τόσο δυνατά τα πτερά της, ώστε θα τα έσπαζεν, αν η Νεράιδα δεν την ήγγιζεν. Ύψωσε πάλιν την βέργα της, άστραψε τόσον, ώστε να πονέσουν τα μάτια της Ανθούλας.

«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, 'που με θνητούςτο φανερό θεαίς να συγκοιμώνται φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 ότ' έφερετην αγκαλιά να πέση του Ιασίου, μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι σχίσειτα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».

Ως που μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του άστραψε μέσ' το σκοτεινό Δεκέμβρη κι' έστησε μέσ' το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ' ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινοτίποτα πια δεν του θυμίζει τον κόσμο. Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έρριξε το πρώτο του μαραμένο φύλλομήνυμα πως είν' έτοιμος.