United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν ήλθεν η βροχή και μ' εμούσκευσε, και ο βορειάς μ' έκαμε να τρίζω τα 'δόντια, και ο κεραυνός δεν με υπήκουε να σιωπήση, τότε τους εμυρίσθηκα τι πράγματα ήσαν! Πηγαίνετετο καλό! Μου έλεγαν όλοι ψεύματα! Μου έλεγαν, ότι εγώ είμαι το παν. Ψεύματα! Ούτε τον παροξυσμόν δεν ημπορώ να νικήσω. ΓΛΟΣΤ. Την ενθυμούμαι την φωνήν. Την ήκουσα... Δεν είναι ο βασιλεύς;

Η δε Αμάθεια και η Αδικία με περιγελούν, διότι βλέπουν ότι η εργασία μου δεν φθάνει εις πέρας και οι κόποι μου αποβαίνουν ανωφελείς. ΖΕΥΣ. Ω θεοί! τι υποφέρει η καλή μας η Φιλοσοφία από τους κατηραμένους εκείνους. Πρέπει να σκεφθώμεν τι να πράξωμεν και πώς να τους τιμωρήσωμεν διότι ο κεραυνός δεν είνε αρκετός• φονεύει διά μιας και ταχέως.

Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του.

Κατόπιν ήκουσεν ως εν ονείρω την κραυγήν της Λιγείας: «Ου φονεύσειςΚαι ησθάνθη ότι κάτι τι ως κεραυνός είχεν αποσπάσει από τα χέρια του το σώμα της κόρης· το παν περιεστρέφετο εμπρός του και το φως της ημέρας έσβυνεν. Εν τοσούτω ο Χίλων, κρυμμένος όπισθεν της γωνίας του τοίχου, ανέμενε τα συμβησόμενα· η περιέργεια επάλαιεν εντός του με τον φόβον.

Αμάν! καθείς φωνάζει, κι' ακούω να στενάζη βασανισμένη πλάσις, το κύμα της θαλάσσης, η ρεμματιά, η φτέρη, το μαλακό αγέρι, ο βρέμων καταρράκτης, ο φλέγων κεραυνός, και της αυγής ο κράκτης, ο γαύρος πετεινός. Και βλέπω από πέρα ποιμενική φλογέρα να καίη τον αέρα με φλόγας στεναγμών... Και παν το αναπνέον μου ψάλλει πόνον νέον με νηστικών ορνέων απαίσιον κρωγμόν.

Θέλει δε θέλει, λέει, ο θεός, θενά κουρσέψη την πόλη μας° κι ουδέ του Δία αν πέση ακόμη ο κεραυνός να τον μποδίση θα ημπορούσε° γιατί τις αστραπές και τα κεραυνοβόλια όμοια με τις μεσημερνές, λέει, κάψες τα ’χει.

Ξάφνου πελάγωσε ο δρόμος μου και κατάθολο ορμητικό ρέμμα νερού μου πόντιασε τα καλαμοπόδαρα ως τα γόνατα. Σύνωρα η μαυρίλα με κυκλώνει πηχτότερη, η βροχή πέφτει πλιο πυκνή και πλιο δαρτή και 'ςτό πλάη μου ο κεραυνός εμπουμπούνιζε τρανταχτά κι άγρια τον αθέρα κ' εφώτιζεν υπέρλαμπρα τη σκοτεινάδα, ως πώμεινα πολλήν ώρα ολότρομος με κλεισμέν' από την θαμπάδα τα μάτια.

ΠΗΛΕΥΣ Ω ολέθριε υμέναιε, και την οικογένειάν μου και την πόλιν κατέστρεψες! Ω, παιδί μου, είθε ποτέ να μην έφερνες εις την οικογένειάν σου το αίσχος του γάμου σου, την Ερμιόνην, η οποία είναι η αιτία του θανάτου σου. Είθε κεραυνός να την είχε καύση πριν, αδύνατος συ θνητός, να μην είχες κατηγορήση ένα θεόν, τον Απόλλωνα, ότι με το τόξον του έχυσε το αίμα του πατρός σου.

Και τράβαγε και τράβαγε κι’ όλο μπροστά τραβούσε Σα σύφουνας τρομαχτικός, σαν αγριοβόρρι μαύρο, Με τ’ αγριόγιδα μπροστά με τα λιοντάρια πίσω, Και τα ποτάμια πλάγι του τρεχάτα κι’ αφρισμένα... Σαν κεραυνός σαλάγαγε τ’ αγριόγιδα να τρέχουν, Και τα λιοντάρια ανάγκαζε να σέρνωνται κοντά του, Κι’ αχούσεν η ανάσα του πο τον πολύν το μόχτο, Σαν αγριεμένη θάλασσα, που σπάει στ’ ακρογιάλι, Κι’ όταν εκοντοζύγωσε στης Κορασιάς τον Πύργο, Ένα τραγούδι αρχίνησε να γλυκοτραγουδάη, Με μια ασυνήθιστη φωνή, μ’ έναν σκοπόν ουράνιο, Που τρέξανε χαρούμενα στο πλάγι του τ’ αρκούδια, Πηδώντας και χορεύοντας, και χοροπερπατώντας, Τ’ αηδόνια βουβαθήκανε, πο την πολλή τους ζήλεια, Σωπάσαν όλα γύρω του, οι θόρυβοι σβυστήκαν, Ο κόσμος όλος στάθηκε προσεχτικός ν’ ακούση Τ’ αρμονικό τραγούδι του και τη γλυκειά φωνή του, Πώδινε την απάντηση στης Κόρης το τραγούδι.

Το γεύμα, εννοείται, είνε φαιδρότατον, και οι δαιτυμόνες ομιλητικότατοι. Η κυρία Πηνελόπη υψόνει ήδη το ποτήριόν της προπίνουσα εις υγείαν του συζύγου της και ευχομένη καί εις άλλα, ότε ο Περδίκης ανοίγει παταγωδώς την θύραν και ενσκήπτει ως κεραυνός εις την αίθουσαν. Η μορφή του είνε πορφυρά, οι οφθαλμοί του απλανείς, το βήμα του ασταθές, και αι χείρες του κινούνται ως πτέρυγες ανεμόμυλου.