United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τα πόδια σηκώνονταν όλο και πιο γρήγορα, χτυπούσαν το ένα το άλλο και ταρακουνούσαν τη γη λες και ήθελαν να την βγάλουν από την ακινησία της. «Όπα! ΌπαΚαι το ακορντεόν έπαιζε πιο χαρούμενα και πιο ζωηρά. Φωνές χαράς αντηχούσαν, άγριες σχεδόν, σαν να ζητούσαν από τη μουσική του χορού περισσότερη ζωντάνια, περισσότερη ηδονή. «Ούι! Ούιιι

Μα που μπορούν αφτοί να με καταλάβουν; Κανένας τους δεν αγάπησε σαν και μένα. Τα χαρούμενα, τα χρυσά, ταθώα της, τα καλά της τα μαλλιά, πως έλαμπαν εκεί κάτω, στο περιβόλι, όταν την είδα πρώτη φορά με την αδερφή μου μαζί, που περπατούσε πλάγι πλάγι η Λέλα με την Ελένη! Τα μαλλιά σου, να τα φιλήσω, γιατί λιώνει η καρδιά μου, μόνο που τα θυμούμαι.

Ήρθε το μεσημέρι κ' οι αργάτες έφτασαν, τα παιδιά, τα κορίτσια χαρούμενα, μουσκεμμένα στον ίδρωτα. Ξανάσαναν στον ίσκιο της μεγάλης βελανιδιάς, ένυψαν τα χέρια τους κι άρχισαν να τρώνε μ' όρεξη μαύρο ψωμί κι άσπρο τυρί με μεγάλες μπουκιές, με κόκκινα μάγουλα και μ' άσπρα δόντια, όλο υγία, θεριοσύνη.

Μοσχοβαλάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει 'Στον κόρφο της η άνοιξη, σαν νάτανε παιδί της. Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπό του.

Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και ωστόσο δεν ήτανε ομορφιά που δεν την ήξερε. Ήξερε όλα ταστέρια με τόνομά τους και ήξερε τους δρόμους και τα μονοπάτια τουρανού που αργοδιαβαίνονν τάστρα, έναένα, δυοδυο, πολλάπολλά, άλλα μονάχα και θλιβερά, άλλα δεμένα, αγκαλιασμένα, ταίριαταίρια, χαρούμενα στους ήσυχους δρόμους.

Και τώρα η μικρά Φωτεινή κάθηται παράμερα εις μίαν γωνιά της καλύβας· τα δύο της ωραία ματάκια, τα οποία, όταν είνε χαρούμενα, λάμπουν σαν να έχουν μέσα των αληθινό φως, είνε γεμάτα δάκρυα. Έξαφνα ο ταχυδρόμος εκτύπησε την θύραν. — Καλώς τα δέχθηκες, κυρ Σταμάτη, εφώναξε· σου φέρνω γράμμα από τον πατέρα σου! Αλλά πώς να διαβάση, καθώς ήτο ο κυρ Σταμάτης, το γράμμα!

Μια μέλισσα την είδε έτσι και πέταξε με βόμβο χαρούμενα τραγουδιστό να την τσιμπήση• η Λιόλια απ’ το φόβο της έβγαλε τις φωνές κι αντίς να τρέξη να φύγη, γύρισε πίσω στο Νίκο να τη σώση. Με μιας η Λιόλια έκαμε «Αχκ’ έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι πούτον αψηλό χορτάρι φυτρωμένο και το σκέπαζε που δε φαινόταν ολότελα.

Όλα ήσαν χαρούμενα και γελαστά μέσα στο μεγάλο περιβόλι και μόνο η ωραία βασίλισσα είχε τον πόνο της, ανάμεσα στην ξένη χαρά, και τα δάκρυά της έσταζαν σαν δροσιά απάνω στα φύλλα των λουλουδιών. Τα δένδρα και τα λουλούδια ήξεραν τον πόνο της. Οι λίμνες και τα ποταμάκια γνώριζαν τον καϋμό της.

Αι μεγάλαι ελληνικαί σημαίαι της υπερηφάνως αερίζοντο, και τα πολύχρωμα σινιάλα τ' αναρίθμητα με τον αέρα έπαιζαν χαρούμενα. Η λιτανεία της καταδύσεως του Τιμίου Σταυρού εχώρει προς την προκυμαίαν σεμνή, πανηγυρική.

Σ' όλο το διάστημα νόμιζε πως βρισκότανε στο άπειρο, μακριά από τον κόσμο, κι' είχε φθάσει να πιστέψει για μόνο κόσμο, τον κόσμο του καραβιού του. Τα φώτα της πολιτείας όμως τον θαμπώνανε και τον τυφλώνανε τώρα. Ήτανε κει η ζωή, και ξαναγύριζε με δυνατό φτερούγιασμα η ψυχή του στους φωτισμένους δρόμους και στα χαρούμενα κέντρα, που τον γνώριζαν και τάχε γνωρίσει τόσο.,