United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εγώ, είπεν, είμαι ικανή να πάω στεριά, με τα ποδάρια μου, αποδώ ως την Αγίαν Άνναλένε πως είναι δύο μέρες δρόμος — κ' εκεί θα βρούμε το ταχύπλο, το δικό μας που θα μας γνωρίση ο καπετάν Πετσερέλος, ο ταχυδρόμος, και θα μας πάρη.

Την ωραιοτέραν γυναίκα του κόσμου έχεις εις την εξουσίαν σου. — Κλεισθήτε ωραία βλέφαρα, και ας μη ιδούν ποτέ τον χρυσούν Φοίβον βασιλικώτερα μάτια! Είναι στραβά το στέμμα σου· θα το διορθώσω, και έπειτα θα διασκεδάσω. Α’. ΦΥΛΑΞ. Πού είναι η βασίλισσα; ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιγά, σιγά μη την ξυπνήσης. Α’. ΦΥΛΑΞ. Ο Καίσαρ έπεμψεΧΑΡΜΙΟΝ. Πολύ αργός ταχυδρόμος. Έλα γρήγορα· μόλις σε αισθάνομαι.

Με συντετριμμένην φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση τραγικήν, εδήλωσεν ότι δεν ήτο ακόμη καιρός να αποθάνη. Έπειτα ήρχισε τας απαγγελίας του. Τέλος εζήτησε να καή το πτώμα του. «Οποίος καλλιτέχνης χάνεταιεπανελάμβανε μετά τρόμου. Αίφνης ταχυδρόμος του Φάονος ήλθε να αναγγείλη ότι η Σύγκλητος είχε θεσπίσει ήδη και ο μητροκτόνος θα ετιμωρείτο κατά το έθος.

Και τώρα η μικρά Φωτεινή κάθηται παράμερα εις μίαν γωνιά της καλύβας· τα δύο της ωραία ματάκια, τα οποία, όταν είνε χαρούμενα, λάμπουν σαν να έχουν μέσα των αληθινό φως, είνε γεμάτα δάκρυα. Έξαφνα ο ταχυδρόμος εκτύπησε την θύραν. — Καλώς τα δέχθηκες, κυρ Σταμάτη, εφώναξε· σου φέρνω γράμμα από τον πατέρα σου! Αλλά πώς να διαβάση, καθώς ήτο ο κυρ Σταμάτης, το γράμμα!

«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον.

ΚΕΝΤ Τους ηύρα εις το σπίτι των, κ’ εκεί τα γράμματά σου τα έδωκατα χέρια των, γονατιστός εμπρός των, Ακόμη εγονάτιζα το σέβας μου να δείξω, κ' εμβαίνει έξαφνα εκεί τρεχάτος ταχυδρόμος λαχανιασμένος, βιαστικός, ιδροπερεχυμένος. και από την κυρίαν του, την Γονερίλην, φέρνει χαιρετισμούς και γράμματα. Με άφησαν εμένα κ' εδιάβασαν το γράμμα της.

Ότε η διήγησις ετελείωσεν ο παρακολουθών τον φίλον Δημητρακαράκον σαλπιγκτής, εσάλπισε το εωθινόν εγερτήριον και συγχρόνως πεζός ταχυδρόμος καταφθάσας εκ Βονίτζης ανήγγειλε προς ημάς ότι μεταβατικόν τι απόσπασμα είχε συγκρουσθή μετά της ληστρικής συμμορίας του Μαριώλη και του Κρίκα κατά τα απέναντι ημών υψούμενα Σκλάβενα.

Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού. — Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.

Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη! Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον. Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.

Διότι αι ανακρίσεις μου έφεραν πολλά κακουργήματα εις φως και πολλοί ένοχοι θα λάβωσι τα επίχειρα της κακίας των, αλλ’ ο φονεύς του αδελφού μας δεν ευρέθη. Ή πρέπει να εφονεύθη κατά τας επισυμβάσας καταστροφάς εν τη επαρχία, ή πρέπει να είναι ο ταχυδρόμος, ον ο μακαρίτης διεδέχθη. Αυτός ο ταχυδρόμος θα με κάμη να χάσω τον νουν μου!