United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' η σκούνα παρέρχεται προ της πόλεως σκιρτώσα, χορεύουσα, εύμορφη, στιλάδο σκαρί, με τα πανιά κάτασπρα, με τα σινιάλα φαιδρά· και αποχαιρετίζει απαντώσα εις τους χαιρετισμούς της νήσου. Τρομπονισμός βοΐζει βαρύς απ' αυτής, ου ο υπόκωφος τρόμπος εν τρόμω κυλίεται επάνω εις την γαλανήν επιφάνειαν της θαλάσσης, ως να μιλή η εύμορφος σκούνα: — Έχετε γεια! Δροσερός φυσά ο μπάτης ο πρωινός.

Ήρθα να σας φέρω τους φιλικούς του χαιρετισμούς. Έτσι βρέθηκα και γω μέσα σ' αφτό το Συνέδριο. Τη σημερνή μου τη χαρά τη χρωστώ και κείνηνα στη Γαλλία. Δεν έχω δίκιο να σας λέω που την αγαπώ σα μητέρα; Τώρα όμως μπορώ να πω που αγαπώ την Πόλη σαν πολυλατρεμένη μου γιαγιά. Μην έχετε φόβο κανένα!

Πρώτην φοράν επί ζωής της η ορφανή ήκουε τόσους χαιρετισμούς, με τόσην συμπάθειαν και τόσην αγάπην. — Ευχαριστώ, ευχαριστώ, είπε προς τον γέροντα κλητήρα, όστις ανεχώρησεν, «αύριο τα συγχαρήκια» ειπών.

Ο Πετρώνιος εγνώριζε πολύ καλά τον κόσμον και ήτο αρκετά έξυπνος, ώστε να αντιληφθή τούτο· δι' ό μετά τους πρώτους χαιρετισμούς εξήγησε την παρουσίαν του με όλην την ετυμότητα και όλην την προθυμίαν του, είπεν ότι ήρχετο να ευχαριστήση τον Πλαύτιον διά τας περιποιήσεις, τας οποίας ο ανεψιός του είχε λάβει εις την οικίαν ταύτην και ότι ήλθε εξ ευγνωμοσύνης και μόνον, ενθαρρυνθείς εκ των παλαιών των σχέσεων.

Έφερον χαιρετισμούς από το σπίτι, από τον παππού, ως και από αυτές της δυο κόττες, τα μόνα πουλιά του σπιτιού, που μόλα ταύτα ο Ρούντυ ουδέποτε τα συναναστρέφετο. Αν και ήτο πολύ μικρός ο Ρούντυ, είχε ταξιδεύσει και μάλιστα όχι και μικρό ταξίδι διά μικρόν παιδίον.

Ενίοτε δε ενεφανίζοντο ακόμη καμαρωταί-καμαρωταί, αραιαί τίνες νιφάδες, απαλαί, αβραί και αστεροειδείς, πάλλευκα, λέγεις, αστεράκια εκ ζύμης, τα οποία αύρατος χειρ εσκόρπιζεν ως χαιρετισμούς ραίνουσα το χωρίον μου, την λευκήν νύμφην, από του αχανούς ύψους, του οποίου ο θόλος εφαίνετο ότι πάρα πολύ είχε προσεγγίσει προς τα κάτω.

ΚΕΝΤ Τους ηύρα εις το σπίτι των, κ’ εκεί τα γράμματά σου τα έδωκατα χέρια των, γονατιστός εμπρός των, Ακόμη εγονάτιζα το σέβας μου να δείξω, κ' εμβαίνει έξαφνα εκεί τρεχάτος ταχυδρόμος λαχανιασμένος, βιαστικός, ιδροπερεχυμένος. και από την κυρίαν του, την Γονερίλην, φέρνει χαιρετισμούς και γράμματα. Με άφησαν εμένα κ' εδιάβασαν το γράμμα της.

Μετά τους χαιρετισμούς και τας ευχαριστίας εξέφρασε λύπην ότι η Πομπονία τόσον σπανίως εφαίνετο, ότι δεν την συνήντα τις ούτε εις το ιπποδρόμιον, ούτε εις το αμφιθέατρον, εις ταύτα δε εκείνη απήντησεν ήρεμος και θέτουσα την χείρα επί της χειρός του συζύγου της: «Γηράσκομεν και οι δύο, αγαπώμεν επί μάλλον την οικιακήν εστίαν».

Και βλέπω ενώπιόν μου ανθρώπους, διερχομένους πλησίον αλλήλων, οίτινες αντήλλασσον χαιρετισμούς, εξάγοντες δήθεν τα καπέλλα, οι μεν προς τους δε. Κατά γενικήν δε συνθήκην, το παλαιότερον καπέλλον εκινείτο πρώτον και εχαιρέτα το καινουργέστερον. Αδιάφορον αν οι φέροντες ταύτα είχον αντίθετον των καπέλλων ηλικίαν. Εσκέφθην: — Περίεργον! εδώ ευρίσκω καπέλλων κοινωνίαν, και ουχί ανθρώπων.

Γοργό Χηλιδωνάκι, πουλί ξενοτικό, Κι' εμέ του ξένου κάμε μια χάρι σπλαχνικό, Πέτα στο περιβόλι της Χλόης, και σαν μπης, Κοντά της να καθίσης, πολλά να της ειπής· Να της ειπής λαλόντας παραπονετικά Πως έβαλαν τα μαύρα, τα μαύρα μ' σωθικά. Ειπές της πως δεν παύω από τους στενασμούς. Αχ! μη, Χελιδωνάκι· πες της χαιρετισμούς.