United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω δροσερέ μου αέρα φυσόντας σιγανά, Πέρασε από τη Χλόη και πες της τα δεινά, Που δοκιμάζει ο Δάφνης, και τους πικρούς καϋμούς... Αχ! μη της πης, αέρα, παρά χαιρετισμούς.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κατά την νεαράν μου ηλικίαν, ότε η κρίσις δεν ήτο ώριμος . . . . το αίμα ψυχρόν, να επαναλαμβάνης τώρα ό,τι έλεγον τότε! . . Έλα, ας εξέλθωμεν... Φέρε χαρτί και μελάνη· θα λαμβάνη καθ' εκάστην νέους χαιρετισμούς, και αν πρόκειται ακόμη να καταστήσω την Αίγυπτον έρημον κατοίκων. Μεσσήνη. Δωμάτιον εν τη οικία του Πομπηίου.

Κατόπιν της επιστολής τη έστειλεν ο Μάχτος και άλλον φίλον. Προ δύο ωρών ο Σκούντας και η Βεάτη είχον αναβή τας τέσσαρας κλίμακας τας αγούσας εις το υπερώον, και συνωμίλησαν μετά της Αϊμάς διά του μέσου του γνωστού εις την Βεάτην. Ο Σκούντας μετεβίβασεν εις την Αϊμάν τους χαιρετισμούς του Μάχτου! Η Αϊμά τον ηρώτησεν, αν θα έλθη ο Μάχτος ταχέως καθώς τη είχεν υποσχεθή διά της επιστολής.

ΒΑΓΚΟΣ Ω φίλε, τι ξιππάζεσαι, ωσάν να σε φοβίζουν ακούσματα ευχάριστα; — Εσείς, σας εξορκίζω, αποκριθήτε! — Πλάσματα της φαντασίας είσθε, ή όντα είσθ' αληθινά κ' αι τρεις, καθώς σας βλέπω; 'ς τον σύντροφόν μου είπετε τον τωρινόν του τίτλον, και του επρομαντεύσετε με τους χαιρετισμούς σας και μέλλουσαν ευγένειαν κ' ελπίδα βασιλείας, ώστ' έμεινε εις έκστασιν.

Πριν δώσω την επιστολήν εφρόντισα να την ανοίξω και ανέγνωσα τα εξής• «Ο Οδυσσεύς προς την Καλυψώ πέμπει χαιρετισμούς. Μάθε ότι όταν ανεχώρησα από την νήσον σου, επιβάς εις την σχεδίαν την οποίαν κατεσκεύασα, εναυάγησα και μόλις εσώθην υπό της Λευκοθέας και κατώρθωσα να φθάσω εις την χώραν των Φαιάκων.

Φθάνοντας λοιπόν εις το παλάτι, με εδέχθη με μεγάλην δεξίωσιν εκείνη η Κυρά, η οποία ήτο πλέον ωραιοτέρα από σιμά παρά από μακράν. Αυτή παίρνοντάς με από το χέρι με έφερεν εις ένα θαυμάσιον χοντζερέ, και με έβαλε και εκάθησα μαζί της επάνω εις ένα χρυσόν σοφά· ύστερα δε από τους πρώτους χαιρετισμούς μερικές σκλάβες έφεραν διαφόρων λογιών οπωρικά εις ένα δίσκον από φαρφουρί της Κίνας.

Οι υποψήφιοι, ο Γεροντιάδης, ο Αλικιάδης, ο Αβαρίδης, ο Καψιμαΐδης και ο Χαρτουλάριος, δεχόμενοι τους χαιρετισμούς και τας χειραψίας των εντοπίων, συνοδευόμενοι από τον Μανώλην τον Πολύχρονον και από τον Λάμπρον τον Βατούλαν, οίτινες είχον ταχθή ως χωροφύλακες εκ δεξιών και αριστερών του Χαρτουλαρίου, και δεν άφιναν να κάμη βήμα, ήλθαν και έπιον καφέν εις το αυτό καφενείον του γέρο-Ακούκατου, και ακολούθως χωρισθέντες μετέβησαν ανά δύο προς τους εις προϋπάντησιν ελθόντας φίλους των.

Αφού λοιπόν αντήλλαξα μαζί των τους θερμοτέρους χαιρετισμούς, ύστερ' από τόσον καιρόν που είχα να τους ιδώ, εστράφηκα προς τον Κλεινίαν και του λέγω: Αγαπητέ μου, να σε παρουσιάσω εις τον Ευθύδημον και τον Διονυσόδωρον, ανθρώπους αληθινά σοφούς όχι εις μικρά και ασήμαντα πράγματα, αλλά εις τα σπουδαιότατα· διότι γνωρίζουν κατά βάθος όλα τα μυστήρια της πολεμικής τέχνης, όσα χρειάζεται να γνωρίζη ένας που θέλει να γίνη καλός στρατηγός, να διοική ένα στράτευμα, να το παρατάσση εις μάχην, και να το καταστήση εν γένει εμπειροπόλεμον.

Εκείνη έτρεξε προς αυτόν, τον ανάγκασε να καθήση καθήσασα πλησίον του, του επρόσφερε πολλούς χαιρετισμούς από τον πατέρα της, εφίλησε το άσχημον και βρώμικο μικρότερο παιδί του, το χαϊδεμένο παιδάκι του γήρατός του.