United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση. — Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και πώς; — Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών ωρών . . . ώστε . . . — και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον μαντεύσωσι τον δυστυχή.

Ο παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; — καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή. — Θάρθη μαζί κ' η μάνα τους; — Βέβαια . . . πιστεύω, είπεν ο παππάς.

Μετέβη έπειτα εις Φαληρέα, παρετήρησε το εκεί στρατόπεδον και συνωμίλησε τα δέοντα με τον Ιωάννην Νοταράν και τους μετ' αυτού οπλαρχηγούς· μετά τούτο επέρασεν εις Σαλαμίνα, όπου διορίσας πολιτάρχην τον Νικολόν Καραμήτσον διεκήρυξεν ότι εντός εικοσιτεσσάρων ωρών όλοι οι εκεί στρατιώται να μεταβώσιν εις Ελευσίνα και επέρασεν ευθύς και αυτός εις Ελευσίνα, αφήσας εις τον πολιτάρχην να φροντίση διά την εκπλήρωσιν της διαταγής του.

Και ημείς, είπεν ο Γεροστάθης, ενομίζομεν ότι ακόμη κοιμάσαι. — Όχι, απεκρίθη, είμαι έξυπνος προ δύο ωρών. Πλησίον δε του Πέτρου ίστατο μικρόν παιδίον, του οποίου η φυσιογνωμία δεν μας ήτο άγνωστος. — Και ποίον είναι αυτό το καλόν παιδίον; ηρώτησεν ο Γεροστάθης. Ο δε Πέτρος απήντησε

Έχει πάντοτε πλήρες το θυλάκιον εγγράφων και το κεφάλι γεμάτο σχέδια, τα οποία περιμένουν την εφαρμογήν των. Περιπατητής ακούραστος, ευρίσκεται πάντοτε εις κίνησιν, εκτός των ωρών οπού εξοδεύει εις του Ζαχαράτου, εις την ανάγνωσιν των εφημερίδων του κόμματος, διότι τας άλλας ούτε τας πιάνει σ' το χέρι.

Εξηκολούθει ν' αγαπά τον Νέρωνα, με έρωτα χωρίς ελπίδα, τρεφόμενον διά μόνης της αναμνήσεως των ωρών, αίτινες εξέλιπον διά παντός, και η Ποππέα δεν εζήτησε την αποπομπήν της Ακτής εκ των ανακτόρων. Προσεκάλουν από καιρού εις καιρόν την Ακτήν εις την τράπεζαν του Καίσαρος· το κάλλος της εστόλιζε τα αριστοκρατικά συμπόσια.

Πότε οι ίδιοι πρώην κάτοικοι των παλαιών οικιών, συχνότερον τα τέκνα των, πότε οι μαστόροι, οι κτίσται, κατ' εντολήν ή άνευ εντολής, έπαιρναν από τα παλαιά κτίρια ό,τι στερεόν είχον ταύτα, την ξυλείαν της στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλάκις τούβλα και κεραμίδια, βιαζόμενοι εκ της αχρηματίας, επειδή «η ξύντροφος πενία» εμάστιζε και τότε δεινώς το ελληνικόν, και μάλιστα τους κατοίκους της νήσου, μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, κατόπιν του φοβερού Αγώνοςτα μετεκόμιζον δε διά ξηράς ή διά θαλάσσης εις την πολίχνην την νεόκτιστον, προς νότον, απέχουσαν δρόμον τριών ωρών.

Εις την σύστασιν των ωρών του έτους επίσης, εις τας οποίας ο κόσμιος έρως συνίσταται εις σώφρονα συγκερασμόν των στοιχείων που ανέφερεν ήδη, του θερμού και ψυχρού, του υγρού και ξηρού. Η μαντική ακόμη και αι θυσίαι, τα μέσα αυτά διά των οποίων ο άνθρωπος έρχεται εις επικοινωνίαν με το θείον, δεν έχουν άλλον σκοπόν ειμή την διατήρησιν και θεραπείαν του κοσμίου έρωτος.

Είναι εννέα ωρών δρόμος, είπεν απηλπισμένος ο Βράγγης. — Δεν βλάπτει, τον παίρνεις δι' επτά ώρας. — Και τι θα κάμω; — Να του είπης .... — Τι; — Να σου δώση την φλοκάταν του . . . — Την φλοκάταν του; — Ναι. — Να την κάμω τι; — Να μου την φέρης. Ο Βράγγης εκρέμασε τας χείρας περί τα πλευρά, και το ήθος του ήτο πλήρες ερωτημάτων και αποριών.

Έπρεπε να ήτο μαζή μου προ ολίγων ωρών, να πάθης ό,τι έπαθα, να ιδής ό,τι είδα, να ακούσης ό,τι ήκουσα, διά να συλλάβης αμυδράν τινα ιδέαν της διασκεδάσεως, την οποίαν απήλαυσεν η αθηναία φίλη σου κατά τας εφετεινάς απόκρεω.