United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύο ή τρεις οικίαι εχώριζον την δευτέραν από της πρώτης. Από εκείνην λοιπόν την νεόκτιστον οικίαν είχεν έλθει τόσον παράωρα η Αμέρσα, ήτις δεν εφοβείτο τα στοιχειά την νύκτα, ήτο δε τολμηρά και αποφασιστική κόρη, — Κ' εσηκώθης; . . . κ' ήρθες να ιδής; — Ξαφνίστηκα μέσ' τον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου. — Μαύρο σημάδι;

Θα γνωρίση δε ποίους πρέπει να εκλέξη και θα θελήση να μη σφάλλη εις αυτά έχων την φρόνιμον εντροπήν, και γνωρίζων την σπουδαιότητα του αξιώματός του, και σκεπτόμενος καλώς, ότι, εάν μεν ανατραφούν καλώς οι νέοι, όλα μας πηγαίνουν καλά, όταν δε όχι καλώς, τότε ούτε πρέπει να το ειπούμεν ούτε ημείς το λέγομεν, απομακρύνοντες από την νεόκτιστον πόλιν τους υπερβολικά φιλομάντεις.

Εμπρός λοιπόν, ποίου είδους πρέπει άραγε να φαντασθώμεν ότι θα είναι η πόλις; Το λέγω δε, όχι διά να ερωτήσω διά το όνομά της ποίον είναι σήμερον, ούτε εις το μέλλον πώς θα χρειασθή να την ονομάσωμεν. Διότι ως προς αυτό μεν ίσως και ο συνοικισμός της ή κάποιος τόπος ή το όνομα κανενός ποταμού ή πηγής ή των επιτοπίων θεοτήτων δώση το φημισμένον του όνομα εις την νεόκτιστον πόλιν.

Πότε οι ίδιοι πρώην κάτοικοι των παλαιών οικιών, συχνότερον τα τέκνα των, πότε οι μαστόροι, οι κτίσται, κατ' εντολήν ή άνευ εντολής, έπαιρναν από τα παλαιά κτίρια ό,τι στερεόν είχον ταύτα, την ξυλείαν της στέγης, πόρτες, παράθυρα, πολλάκις τούβλα και κεραμίδια, βιαζόμενοι εκ της αχρηματίας, επειδή «η ξύντροφος πενία» εμάστιζε και τότε δεινώς το ελληνικόν, και μάλιστα τους κατοίκους της νήσου, μετά την αποκατάστασιν των πραγμάτων, κατόπιν του φοβερού Αγώνοςτα μετεκόμιζον δε διά ξηράς ή διά θαλάσσης εις την πολίχνην την νεόκτιστον, προς νότον, απέχουσαν δρόμον τριών ωρών.

Είχε χαρίσει το σπιτάκι της, νεόκτιστον, πενιχρόν, εις μίαν γειτονοπούλαν, προς την οποίαν εσυμπάθησε, χωρίς να γνωρίζη διατί. Με την δωρεάν ταύτην ως προίκα υπανδρεύθη η πτωχή γειτονοπούλα. Η Σειραϊνώ είχε ξεχειμωνιάσει δυο χρονιές εις το μισοχαλασμένον σπίτι της Σκωριανίνας, της μακαρίτισσας. Το σπίτι είχε πράγματι δύο λιθίνους τοίχους, ένα ξυλότοιχον και μισήν στέγην, ανοικτόν, χωρίς χώρισμα.

Ο πλοίαρχος ηρραβωνίσθη εν τη βασιλευούση και κατήλθε με το καράβι εις την πατρίδα, όπου παρήγγειλε να του κτίσουν, με σχέδιον κομψόν και ασύνηθες έως τότε εις την πολίχνην, την μικράν ωραίαν οικίαν, σκοπεύων με το πρώτον ταξείδιον να φέρη έπιπλα από την Βενετίαν, διά να ευπρεπίση, να στολίση την νεόκτιστον οικίαν και την κάμη αξίαν της αβράς Κοκκώνας, την οποίαν εμελέτα να φέρη από την Πόλιν· αλλ' η οικία δεν έμελλε να τελειώση και η Κοκκώνα οκτώ μήνας μετά την μνηστείαν απέθνησκε φθισική εις το Σταυροδρόμι και η οικία έμεινεν ατελείωτη, έρημη και άχαρη, ανά τον λιθόστρωτον ανηφορικόν δρόμον, σιμά εις τον κρημνώδη βράχον.

Και αν έχης ακόμη ολίγην σύνεσιν, πρέπει να δώσης εις κανένα από τους πεπαιδευμένους τα βιβλία τα οποία έχεις και μετ' αυτών την νεόκτιστον οικίαν σου, να πληρώσης δε και εις τους δουλεμπόρους μέρος από τα πολλά τα οποία εις αυτούς οφείλεις.