United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μυστηριώδες τούτο κλαύμα ματαίως εδοκίμαζε να κατασιγάση με το άσμα το παραπονετικόν και ρεμβώδες, το οποίον υπεψιθύριζε. Μανούλα μου, ήθελα να πάω, πάω να φύγω να μισέψω του ροιζικού μου από μακρυά την πόρτα ν' αγναντέψω. στο σκοτεινό βασίλειο της Μοίρας να πατήσω, κ' εκεί να βρω τη Μοίρα μου, και να την ερωτήσω . . .

Γυρίζει η κόρη 'ςτο χωριό, της μάνας της το λέει: — Γλυκειά μανούλα, για νερό 'ςτή βρύση που με στέλνεις Κάθε βραδειά πεντάμορφος λεβέντης μ' ανταμώνει, Που ροβολάει απ' τα βουνά αλαφοκυνηγώντας.

Τίμια και τιμημένη, που ήταν μες το χωριό η πανώρια η Αριστούλα, ήταν των κοριτσιών η ζήλια, για την προκοπή της και την ασύγκριτή της ομορφιά. Καμάρι ήταν τω λεβέντηδων ατίμητο, για τη μεγάλη της σεμνότη και τη φρονιμάδα της. Από μικρή και από άφαντη παιδούλα, πατέρα δεν εγνώρισε η άμοιρη. Απόμεινε ορφανή, εκείνη κι απομόναχη, με τη μανούλα της την ακριβή.

ΑΣΤ. Γλέπεις μουρέ το διάολο αμόρ' οπού του έχει; Το δάκρυ απ' τα μάτγια τζη σαν το ποτάμι τρέχει. Γλέπεις γιαμά σεσιμπιλτά αμόρ δε πρίμα κλάσε Τέτοια αμορόζα ν' άχες μια φελίτζες ήθες ν' άσαι. Τούττο μίο ποσίμπιλε κάμω το παν τζη τάζω, Να γένω αμορόζος τζη.. θα γένω.. νον ζε κάζο. Κανέλα, Κρης και Γαρούφω. ΚΑΝ. Λιγώθηκα μανούλα μου νερό δο μου λιγάκι.

Κόρη, για δος μου φίλημα 'ςτά μαύρα σου τα μάτια, Κόρη, εγώ σ' αγάπησα, κ' εγώ θα να σε πάρω. — Μήτρο, καϋμένε, μην το λες. Ρίξε τα μάτιαάλλη. ..................................................... — Τ' έχεις απόψε Μήτρο μου, και μου είσαι πικραμένος; — Δόλια μανούλα μ', άσε με, πλειότερο μη με θλίβεις. . . . Θα πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια.

Μα δεν είναι αλήθεια, μανούλα μου, πως τώρα που είδες την Μαρία ησύχασες. Αί! πε μου, πως δεν είσαι πειά απελπισμένη. Πως θα παύσης πειά να μου λες όσα μούλεγες τρεις ημέρες τώρα, που άρχισα και γω να πιστεύω πώς είμαι κατεστραμμένος. Πως έκαμα μια μεγάλη ανοησία. Δεν είναι αλήθεια, πώς η Μαρία είναι θαυμασία και αλλοιώτικη από της άλλες γυναίκες; Με συγχωρείτε, άργησα λιγάκι. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ.

« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξατο πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μεςτα δάκρυα Να πλημμυρή.

ΚΡΗΣ. Ο θιος δεδίμ και ο λόγος σου να γιάν' ως το σαββάτο, κουρπάνι σφάζω κια ολιάς ένα κριό βαρβάτο. ΚΑΝ. Πέντε κριάργια να σφαγούν δέκα για τη ζωή σου, Να τα μοιράσης στους φτωχούς όλα για τη ψυχή σου. ΓΑΡ. Για ο ντετόρος μας περνά θέλεις να τον φωνάξω; ΚΑΝ. Φώναξέ τον, μανούλα μου. ΓΑΡ. Στέκα να τον κράξω. Η Γαρούφω και ο Ιατρός. ΓΑΡ. Ξεχώτατε, ξεχώτατε.. 'δώ για.. απάνου έλα.

Σε λίγο εμπήκε στην αυλίτζα μικρού, φτωχικού σπητιού. — Η γιαγιά η γιαγιάκα· ακούσθηκε η χαροπή φωνή μικρού αγοριού και στη στιγμή, δύο παιδάκια, εφτά χρονών το αγόρι και πέντε το κοριτζάκι έτρεξαν, αγκάλιασαν την γρηά και την έμπασαν στην κάμαρα μικρού σπιτιού και την έβαλαν κ' εκάθισε. Στη στιγμή ευγήκε η κόρη της. — Αχ! μανούλα! πώς τ' αποφάσισες; Η γρηά δεν απεκρίθηκε· ήθελε ν' ανασάνη.

Δύο ή τρεις οικίαι εχώριζον την δευτέραν από της πρώτης. Από εκείνην λοιπόν την νεόκτιστον οικίαν είχεν έλθει τόσον παράωρα η Αμέρσα, ήτις δεν εφοβείτο τα στοιχειά την νύκτα, ήτο δε τολμηρά και αποφασιστική κόρη, — Κ' εσηκώθης; . . . κ' ήρθες να ιδής; — Ξαφνίστηκα μέσ' τον ύπνο μου, μανούλα. Είδα πως πέθανε το κορίτσι, και πως εσύ είχες ένα μαύρο σημάδι στο χέρι σου. — Μαύρο σημάδι;